Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἰωάννης Μαρκάκης καί γεννήθηκε τό 1788, ἐνῶ τό μοναχικό του ἦταν Ἰωάσαφ. Γιά τήν ἐπαναστατική του δράση οἱ Τοῦρκοι ἀπαίτησαν ἀπό τόν Μητροπολίτη Κρήτης νά τόν τιμωρήσει καί ὁ ὁποῖος ἀναγκάστηκε νά τόν ἀποσχηματίσει, νά τόν κάνει δηλαδή Ξέπαπα. Ἀπό τήν λέξη αὐτή προῆλθε τό ὄνομα Ξωπατέρας. Οἱ Τοῦρκοι τόν ἀποκαλοῦσαν Χαΐνη, προδότη ἀλλά καί ντελή παπᾶ, δηλαδή τρελό παπᾶ, ὅμως γιά τούς χριστιανούς ἦταν τό παλικάρι πού ἔπαιρνε ἐκδίκηση γιά τίς ὠμότητες τῶν Τούρκων. Σύμφωνα μέ μιά ἄλλη ἐκδοχή, ὁ Ξωπατέρας ἐγκατέλεψε τή μοναχική ζωή καί παντρεύτηκε. Ὅπως ὅμως καί νά ἔχουν τά πράγματα ὁ Ξωπατέρας δέν ἔφυγε ποτέ ἀπό τήν Ὁδηγήτρια, ἔμεινε στόν Πύργο πού φέρει μέχρι σήμερα τό ὄνομα του. Ἐκεῖ ἔδωσε καί τήν τελευταία μάχη μέ τούς Τούρκους πεθαίνοντας ἡρωικά. Σκότωσε τόν περίφημο γενίτσαρο Ἀγριολίδη πού τρομοκρατοῦσε τούς χριστιανούς τῆς Μεσαρᾶς. Οἱ κατακτητές τό 1828 κύκλωσαν τό Μοναστήρι τῆς Ὁδηγήτριας πού τότε ἔμεναν 5 καλόγηροι οἱ ὁποῖοι πολέμησαν ἀπό τίς πολεμίστρες τῶν κελιῶν τους. Σκοτώθηκαν ὅλοι οἱ σύντροφοι τοῦ Ξωπατέρα, ἐνῶ ἕνα βόλι τραυμάτισε τόν ἴδιο στό χέρι. Στή συνέχεια, πέταξε ἐναντίον τῶν ἄγριων κατακτητῶν τίς κυψέλες μέ τίς μέλισσες πού βρίσκονταν στό δῶμα τοῦ Πύργου, ὅμως ἐκεῖνες λόγῳ τοῦ χειμῶνα ἦταν ἐξασθενημένες καί δέν μπόρεσαν νά τούς κρατήσουν μακριά. Τότε οἱ πυρπολητές ἔβαλαν φωτιά στόν Πύργο γιά νά τόν ἀναγκάσουν νά βγεῖ ἔξω. Ὁ Ξωπατέρας ἀρματωμένος μέ τό πιστόλι καί τό σπαθί του ὅρμησε ἐναντίον τους καί σκοτώθηκε πολεμῶντας.

Ιερά Μητρόπολις Γορτύνης και Αρκαδίας