Ιστορία Ι. Μητροπόλεως

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΓΟΡΤΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΡΚΑΔΙΑΣ

pavlostitos

pavlos titos mpousto

sxediagrama

Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Γορτύνης καί Ἀρκαδίας, ἔργο κ. Παν. Μόσχου.

Ἡ Ἀποστολική Ἱ. Μητρόπολη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας ὑπῆρξε τό λίκνο τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῆς Κρήτης. Ἤδη ἀπό τά ἀποστολικά χρόνια καί γιά μία περίπου χιλιετία ἦταν τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς Μεγαλονήσου. Ἡ ἀρχαία Γόρτυνα ὡς πολιτική πρωτεύουσα τῆς Κρήτης καί τῆς Κυρηναϊκῆς, τόσο κατά τή Ρωμαϊκή, ὅσο καί κατά τό μεγαλύτερο μέρος τῆς Βυζαντινῆς περιόδου, ἀναδείχθηκε ὡς κέντρο τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης τῶν Ἀποστόλων Παύλου καί Τίτου.

Ἡ πρώτη ἐπαφή τοῦ Ἀπ. Παύλου μέ τήν Κρήτη, ἦταν τό Φθινόπωρο τοῦ 59-Χειμῶνα τοῦ 60, ὅταν ὁδηγεῖτο ὡς αἰχμάλωτος στή Ρώμη γιά νά δικαστεῖ. Τότε τό πλοῖο πού τόν μετέφερε προσορμίστηκε λόγῳ καιρικῶν συνθηκῶν «εἰς τόπον τινά καλούμενον Καλούς Λιμένας, ᾧ ἐγγύς ἦν πόλις Λασαία» (Πράξ. 27, 8).
Ἀργότερα, κατά τήν Δ΄ ἀποστολική του περιοδεία, δηλαδή κατά τό Θέρος τοῦ 63, ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐγκατέστησε τόν Ἀπ. Τίτο στήν Κρήτη «…κατέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ…» (Τίτ. 1,5) γιά τήν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Νήσου. Κέντρο καί ἕδρα τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Ἀπ. Τίτου ὑπῆρξε ἡ Γόρτυνα.
Ὁ Ἀπ. Τίτος χειροτόνησε τούς πρώτους Ἐπισκόπους σέ διάφορες πόλεις τῆς Νήσου, ἐνῶ οἱ διάδοχοί του στή Γόρτυνα κατά τά μεταποστολικά χρόνια, ἔχοντας τά πρεσβεῖα τιμῆς μεταξύ τῶν ὑπολοίπων Ἐπισκόπων της, προήδρευαν τῶν Τοπικῶν Συνόδων.
Σπουδαῖοι διάδοχοι τοῦ Ἀπ. Τίτου στή Μητρόπολη Γορτύνης κατά τά μεταποστολικά χρόνια ὑπῆρξαν ὁ Ἅγ. Φίλιππος, ὁ Διόσκορος, ὁ Κρήσκης, ὁ Ἱερομάρτυς Κύριλλος, ὁ Ἱερομάρτυς Πέτρος ὁ Νέος καί ὁ Ἅγ. Παῦλος, ὁ ὁποῖος καί ἔκανε τήν ἀνακομιδή τῶν ἱ. λειψάνων τῶν Ἁγ. Δέκα οἱ ὁποῖοι εἶχαν μαρτυρήσει ἐπί Δεκίου τό 250 στή Γόρτυνα.
Μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀναγνωρίζονται καί θεσμοθετοῦνται πλέον τά μητροπολιτικά δίκαια καί τοῦ Ἐπισκόπου Γορτύνης στή λειτουργία τοῦ Συνοδικοῦ σώματος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Νήσου. Σέ ὁλόκληρη τήν Α΄ Βυζαντινή περίοδο (330-824/8), ἡ Ἱ. Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Κρήτης εἶχε τήν ἕδρα της στή Μητρόπολη Γορτύνης. Κατά τήν Α΄ Βυζαντινή περίοδο, τήν ἐποίμαναν σπουδαῖοι Ἱεράρχες ὅπως οἱ θαυματουργοί Ἅγ. Μύρων καί Ἅγ. Εὐμένιος καί ἄλλοι μέ ἀπαράμιλλο, ποιμαντικό, ἱεραποστολικό, ἀντιαιρετικό καί θεολογικό ἔργο, ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἰκόνιος, Μαρτύριος, Θεόδωρος, Βασίλειος καί Ἠλίας, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν μέρος στίς Οἰκουμενικές Συνόδους Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ’, Πενθέκτη καί Ζ΄ ἀντίστοιχα. Ἰδιαίτερα ξεχωριστή γιά ὁλόκληρη τή Νῆσο, ὑπῆρξε κατά τό πρῶτο μισό τοῦ 8ου αἰῶνα ἡ ἀρχιερατεία τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέου Κρήτης τοῦ Ὑμνογράφου.
Τήν ἄνθιση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης ἀνέκοψε ἡ ἀραβική κατάκτηση τό 824. Σύμφωνα μέ τίς τελευταῖες ἔρευνες, εἶναι γνωστά 27 ὀνόματα Ἐπισκόπων Γορτύνης-Ἀρχιεπισκόπων Κρήτης, δηλαδή ἀπό τόν Ἀπ. Τίτο μέχρι τόν Ἅγ. Εὐτύχιο.
Ἐπίσκοποι πλέον δέν ὑπῆρχαν, ἐνῶ ὁ λαός περιῆλθε σέ πολύ δύσκολη θέση λόγῳ τῆς σκληρῆς δουλείας καί τοῦ βίαιου ἐξισλαμισμοῦ. Κατά τήν περίοδο αὐτή (824-961) ἀναφέρονται δύο ὑπερόριοι Μητροπολίτες Κρήτης μέ τό ὄνομα Βασίλειος. Οἱ Ἄραβες κατέστρεψαν τή Γόρτυνα καί μετέφεραν τό πολιτικό κέντρο τῆς Κρήτης στό βορρά, στήν πολίχνη τοῦ Ἡρακλείου, πού ἦταν καί ἔδρα Ἐπισκοπῆς, τήν ὁποία ὀχύρωσαν μέ βαθειά τάφρο ἕνεκα τῆς ὁποίας ἔλαβε τό ὄνομα Χάνδακας.
Μέ τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης τό 961 ἀπό τόν Μεγάλο καί εὐσεβῆ Αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ἀναδιοργανώθηκε ὡς Ἐπαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τήν ἐπανασύσταση τῶν Ἐπισκοπῶν της. Ἡ ἕδρα ὅμως τῆς Μητροπόλεως μεταφέρθηκε στό Χάνδακα, ἐνῶ ἡ περιφέρεια τῆς παλαιᾶς Μητροπόλεως, μέ ἕδρα τή Γόρτυνα, συνέχισε νά ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς Μητροπόλεως Κρήτης.
Γιά τόν ἐπανευαγγελισμό τῶν Κρητῶν, ἐργάστηκαν ἱεραποστολικά κατά τήν περίοδο αὐτή ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ξένος ἀπό τό χωριό Σίβα τῆς Μεσαρᾶς καί ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ Μετανοεῖτε. Ἀπό τή Β΄ Βυζαντινή περίοδο (961-1204) σώζονται ἀρκετά ὀνόματα Μητροπολιτῶν Κρήτης, ὁ σπουδαιότερος τῶν ὁποίων εἶναι ὁ Ἠλίας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε λόγιος καί σπουδαῖος συγγραφέας καί κανονολόγος.
Τό 1204 ἡ Κρήτη καταλήφθηκε ἀπό τούς Ἑνετούς οἱ ὁποῖοι ἐκδίωξαν τούς Ὀρθόδοξους Ἀρχιερεῖς, ἐγκατέστησαν λατίνους, ἄσκησαν ἀφόρητες πιέσεις – μαρτύρια, ἀλλά καί προπαγάνδα. Οἱ χειροτονίες τῶν διακόνων καί πρεσβυτέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γίνονταν ἐκτός Κρήτης.
Κατά τήν περίοδο αὐτή ἔδρασαν στήν Κρήτη μέ πρόνοια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, σπουδαῖοι ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες γιά τή στήριξη τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ὁ Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβῆρος, ὁ Ἀθηνῶν Ἄνθιμος καί Πρόεδρος Κρήτης (1340-1366) καί ὁ Ὅσιος καί Ὁμολογητής μοναχός Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος.
Κατά τήν περίοδο τῆς Ἑνετοκρατίας γνώρισαν ἐπίσης μεγάλη ἀκμή τά ὀρθόδοξα μοναστήρια, τά ὁποῖα συνέβαλαν τόσο στή διατήρηση τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, ὅσο καί στήν ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν. Σημαντικά ὀρθόδοξα μοναστήρια τῆς σημερινῆς δικαιοδοσίας τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας τά ὁποῖα γνώρισαν μεγάλη ἄνθιση ἦταν· οἱ Ἱ. Μονές Βαλσαμονέρου, Βροντησίου, Καρδιωτίσσης, Ὁδηγητρίας, Ἀπεζανῶν, ΄΄Κυριελέησον΄΄, (σημερινό χωριό Καπετανιανά), Τριῶν Ἱεραρχῶν στόν Κόφινα, καί πλῆθος ἀσκητηρίων κυρίως στά Ἀστερούσια Ὄρη. Ἀκόμη ἔδρασαν ἅγιοι μοναχοί, ὅπως ὁ ἀσκητής Ἀρσένιος ὁ ὁποῖος δίδαξε τόν τρόπο τῆς νοερᾶς προσευχῆς στόν Ἅγ. Γρηγόριο τό Σιναΐτη καί δι᾽ αὐτοῦ διαδόθηκε στόν Ἄθω, ἀλλά καί λόγιοι, ὅπως ὁ Ἰωσήφ ὁ Φιλάγρης.
Τό 1669 οἱ Ὀθωμανοί κατέλαβαν ὁριστικά τήν Κρήτη ἐκδιώκοντας τούς Ἑνετούς. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ἀναδιοργανώθηκε ὡς Ἐπαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου μέ τήν ἀνασύσταση τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Κρήτης καί τῶν περισσοτέρων Ἐπισκοπῶν. Τό Ἡράκλειο ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι ἡ ἕδρα τοῦ Μητροπολίτη καί τῆς Ἱ. Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, τῆς ὁποίας ὅμως ἡ πλήρης κανονική λειτουργία δέν ἦταν δυνατή λόγῳ τῶν κατακτητῶν. Μόνο κατά τό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰῶνα κατόρθωσε νά λειτουργήσει πιό συγκροτημένα. Ὁ Μητροπολίτης συμμετεῖχε στή Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπό τήν ὁποία καί ἐκλεγόταν, ἐνῶ μέ πρωτοβουλία του διενεργοῦντο οἱ ἐκλογές τῶν Ἐπισκόπων τῆς Κρήτης, οἱ ὁποῖες ἐπικυρώνονταν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ὅσα ἀπό τά μοναστήρια δέν καταστράφηκαν ἀπό τούς κατακτητές, συνέχισαν νά λειτουργοῦν εἴτε ὡς Σταυροπήγια εἴτε ὡς Ἐπισκοπικά, προσφέροντας σημαντικές ὑπηρεσίες στή διατήρηση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς ρωμαίικης αὐτοσυνειδησίας. Ἀρκετοί εἶναι ἐπίσης καί οἱ Νεομάρτυρες κατά τήν περίδο αὐτή.
Μέ τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τούς Ὀθωμανούς τό 1900 καί τήν ἀναγνώριση τῆς τότε αὐτόνομης Κρητικῆς Πολιτείας, ἀναδιοργανώθηκε καί ἡ Ἐκκλησία, διατηρώντας ἀπαρασάλευτη τήν κανονική καί διοικητική της ὑπαγωγή στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Μέ τόν Καταστατικό Νόμο 276/1900 ἀνασυστάθηκε ἡ Ἐπισκοπή Ἀρκαδίας, ἀλλά σέ νέα Ἐπαρχία ἡ ὁποία περιελάμβανε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἀρχαίας Μητροπόλεως Γορτύνης καί μέ ἕδρα τούς Ἁγίους Δέκα. Ὡς Ἐπίσκοπος ἐγκαταστάθηκε ὁ Βασίλειος (Μαρκάκης), (1902-1940) μετέπειτα Μητροπολίτης Κρήτης. Τόν διεδέχθη ὁ πολύς Εὐγένιος (Ψαλιδάκης), (1946-1950) μεταφέροντας τήν ἔδρα στίς Μοῖρες καί ἐκεῖνον ὁ Τιμόθεος (Παπουτσάκης), (1956-1978), μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοποι Κρήτης, τόν δέ Τιμόθεο, ὁ Κύριλλος (Κυπριωτάκης), (1980-2005).
Μέ τό νεώτερο καί ἀκόμη ἰσχύοντα Καταστατικό Χάρτη Ν. 4149/1961 ἡ Ἐπισκοπή Ἀρκαδίας ὀνομάστηκε Ἐπισκοπή Γορτύνης καί Ἀρκαδίας. Τό 1967 ἀνυψώθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο σέ Μητρόπολη. Μητροπολίτης Γορτύνης καί Ἀρκαδίας ἀπό τό ἔτος 2005 εἶναι ὁ Σεβασμιώτατος κ. Μακάριος (Δουλουφάκης).
Μοῖρες, 1/10/2008.

ΜΕΡΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΓΟΡΤΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΡΚΑΔΙΑΣ (Από τη Θρησκευτική εγκυκλοπαίδεια)

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ᾿Επισκόπων Γορτύνης – ᾿Αρχιεπισκόπων Κρήτης. Από τήν ᾿Αποστολική ᾿Εποχή μέχρι τό τέλος τῆς Α´ Βυζαντινῆς Περιόδου μέ ἕδρα τῆς ᾿Εκκλησίας Κρήτης τή Γόρτυνα (63-824 μ.Χ.)

Βιβλία Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδάκη

ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ

ΓΑΒΡΙΗΛ,
Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας (1757).

Γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Γαβριήλ, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πηγή: «…ἐκ τῆς ένθυμήσεως «1757 ἀφιέρωσεν ἅγιος ’Αρκαδίας κύρ Γαβριήλ σταυρόν ἕνα ἀργυρόν μέ μαργαριτάρια μέ τόν πόδα παραχρυσωμέ­νος μέ τήν θήκην καί ἄξιος ό μισθός αὐτοῦ…».
Πηγή: Νικολάου Β. Τωμαδάκη, Διευθυντοῦ τοῦ Ἱστ. ’Αρχείου Κρήτης, «Εἰδήσεις καί ἔγγραφα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἐπί Τουρκοκρατίας», σελ. 211.

ΝΕΟΦΥΤΟΣ,
Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας (1724).

Γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Νεόφυτο, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πηγή: «…Νεόφυτος, ύπογραφόμενος είς τό ἔγγραφον 4 τῷ 1812. Οὗτος προσκληθείς τῷ 1821 ὑπό τοῦ μητροπολίτου, ἐντολῇ τοῦ πασᾶ, είς Μ. Κάστρον «καθυστέρησεν καί τήν ἡμέραν τῆς σφαγῆς κατέβη εἰς Ἁγιές – Παρασκές διά ν’ άνταμώσῃ τούς Χερρονήσου καί Σητείας, διότι εύρίσκοντο ἐκεῖ ἕνεκα τῆς πανώλους προφυλαττόμενοι καθώς καί ό Λάμπης Ἱερόθεος εἰς Ἅγ. Μύρωνα καί τούς ὁποίους ὅλους ἐπροσκάλεσεν ὁ μητροπολίτης δι᾽ ἐπί­τηδες ἀπεσταλμένου κατά ἔντονον διαταγήν τοῦ Χερΐφ πασᾶ, ὅπου ἐπρόκειτο καί οἱ τρεῖς μαζί νά κατέλθουν εἰς Ἡράκλειον ἐξ Ἁγιῶν Παρασκιῶν καί ἐκεῖ ἔμεινε τότε ό Ἀρκαδίας μόνος ἔνθα ἔμαθε τήν τραγικήν σκηνήν καί ἐπέστρεψε διά νυκτός εἰς τήν ἐπαρχίαν του. Προσεκλήθη μετά μῆνα ὁλόκληρον παρά τῷ Χερίφ πασᾶ καί ἀνέλαβε χρέη μητροπολίτου, διότι ὁ διοικητής Χερίφ εἶχε σφραγίσει ἕως τότε τήν μητρόπολιν, ἀλλά μετά ἕνα μήνα ἀπέθανε καί αὐτός ἐκ τῆς πανώλους καί ἔμεινεν ἐπιτροπεύων ὁ Μελέτιος ὁ ἀρχι­διάκονος, ὁ μετά ταῦτα Σητείας…».
Πηγή: Νικολάου Β. Τωμαδάκη, Διευθυντοῦ τοῦ Ἱστ. ’Αρχείου Κρήτης, «Εἰδήσεις καί ἔγγραφα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἐπί Τουρκοκρατίας», σελ. 211.

Ἀκόμα γιά τόν Νεόφυτο Ἀρκαδίας ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πηγή: «Νεόφυτος Κασιμάτης Επίσκοπος Αρκαδίας της Κρήτης Εις το σκευοφυλάκιο του ναού της Μυρτιδιώτισσας στο φρούριο της χώρας Κυθήρων Υπάρχουν δύο μπρούτζινα μανουάλια μαυρισμένα από τα χρόνια. Κάποιος ειδικός ανέλαβε τον καθαρισμό τους και όταν ολοκληρώθηκε αποκαλύφθηκε στη βάση τους μία λίαν ενδιαφέρουσα επιγραφή εντός περίτεχνου πλαισίου. ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ Β. ΚΡΗΤΗΣ. Στη δεύτερη πλευρά της τριγωνικής βάσης η χρονολογία Α ΨΝΓ (1753). Είναι ολοφάνερο ότι τα μανουάλια αυτά είναι αφιέρωμα κάποιου Νεοφύτου Κασιμάτη από τα Κύθηρα οποίος διετέλεσε επίσκοπος Αρκαδίας της Κρήτης. Επικοινώνησα αμέσως με τον πρωτοσύγκελο της Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας αρχιμανδρίτη κύριο Χρυσόστομο Παπαδάκη ο οποίος με μεγάλη προθυμία ερεύνησε τους επισκοπικούς καταλόγους της Κρήτης εις τους οποίους πουθενά δεν αναφέρεται ο Κυθήριος Νεόφυτος Κασιμάτης. Τόσον ο επισκοπικός κατάλογος του αειμνήστου καθηγητή μας Νικολάου Τωμαδάκη (επετηρις  Εταιρείας Κρητικών σπουδών τ. Γ Αθήναι 1940) όσον και οί επισκοπικοί κατάλογοι των Σάρδεων Γερμανού (Εκκλησιαστικός Φάρος 935 τ 34 σελ 306), καθώς και οι συμπληρωματικοί επισκοπικοί κατάλογοι του καθηγητή Θεοχάρη Δενοράκη δεν συμπεριλαμβάνουν τον Κασσιμάτη.  Από τους καταλόγους αυτούς φαίνεται ένα κενό κατά το χρονικό διάστημα 1735 – 1757. Όπως δείχνουν τα πράγματα η παραπάνω μαρτυρία του αφιερώματος είναι πάρα πολύ σημαντική και αποκαλύπτει ένα άγνωστο μέχρι σήμερα πρόσωπο το οποίο έρχεται να συμπληρώσει το κενό των επισκοπικών καταλόγων. Πρόσφατα ανακάλυψα στο Νοταριακό Αρχείο Κυθήρων (Νοτάριος Ιούλιος Μόρμορης Βιβλίο 4, φ. …) μία επιστολή του Νεόφυτου, την οποία στέλνει από την Κρήτη σε κάποιο Νικόλαο Κοντολέο στα Κύθηρα, ο οποίος διαχειρίζεται τις υποθέσεις του Νεόφυτου μαζί με τον εξουσιοδοτημένο επίτροπο του στο νησί. Ο Νεόφυτος εκφράζει τα παράπονά του διότι δεν εκτελούν τις παραγγελίες του και δεν σέβονται τον αδελφό του, Μιχελιό Κασιμάτη, ο οποίος ζει στα Κύθηρα και ως εκ τούτου, καταργεί τον επίτροπο και αναθέτει στον αδελφό του την επιτροπική. Νεῶφιτος ελέω Θεοῦ επίσκοπος Αρκαδίας δεβτερος θρόνος από τους εντεκα θρόνους της Κρήτης Κιρ Νικολάω Κοντολέο ευχετικός και περιχαρός σας προσαγορεβο με όλους τους ηκιακούς σου, δεομένος Κύριον τον Θεό να σας διαφυλάτι υγιούς ευτυχιους και να έχετε την ευχή μου. Ο αφέντης, ο Μιχελιός, ο αδελφός μου ήθελε ης τα όδε, προσκλεόμενος  δια λόγου σας, ότι όπως δεν έχει κανένα ψίφος από λόγου σας και δεν ψιφάτε τα γράμματα τα πρώτα, όπου έστιλα, πρι να γένο αρχιερέας, μόνο τα καταπατίτε και έτσι και ο επίτροπος μου. Το λοιπόν από την σίμερον και έμπροσθε θέλετε τον εγνωρίζι διά επιτροπόν μου, οσπερ και το ίδιο μου κορμί να λαμβάνει το διαφορον, κατά που το πέρνου όλι του τόπου και να πορί ο προην επίτροπός μου να ρετερι κόντο απάνου εις τα διάφορα τον τριον χρονό. Και τον έχω έξω της επιτροπικής και μη γνορίζετε άλον επίτροπο παρά τον αδελφό μου και να του δίδεται τον διάφορο 600 και ανελιπι και τα κανίσκια 600 και ανελιπι χορίς καμία έναντιότητα οσπερ και το ηδιο πρόσοπο ηδέ και τινας θέλι βρεθι ενάντιος θέλο το βάλι στα χέρια της δικαιοσίνης ος καθος διαλαμβάνου τα γράμματα τα νοδαρικά στο λομπρο του ποτε σιορ Παβλου Δαρμάρου, νοδάρου του τότε καιρού. [δυσ.λ.] ηνα και του θεού χάρις και το άπιρον έλεος και ι ευχι της ημών ταπινότιτας ή μετά πάντον ιμών αψλδ Ηουλιου κ. Νεόφυτος επίσκοπος Αρκαδίας Ιερομόναχος Σανιάνος μαρτηρό πως εἶναι γραμματα του Νεόφυτου Κασιμάτη ποτε παπα Αλεσάσδρου. Από την επιστολή αυτή συμπεραίνουμε ότι ο Νεόφυτος απουσίαζε από το νησί προτού γίνει αρχιερέας και ότι το 1734 ήταν ήδη επίσκοπος Αρκαδίας. Επίσης πληροφορούμεθα ότι ο πατέρας του ήταν ιερέας με το όνομα Αλέξανδρος Κασιμάτης. Στις απογραφές του πληθυσμού των Κυθήρων 18ος αιώνας εντοπίσζομε το Νεόφυτο το 1724 στην ενορία των Αγίων Πάντων στη Χώρα ως reverendο oficiatorετων ετών 35. Άρα εγεννήθη για το 1689. Σε όλες τις άλλες απογραφές απουσιάζει. Ο πατέρας του Πάπα Αλέξανδρος Κασιμάτης του Μιχαήλ εντοπίζεται το 1721 και το 1824 ως εφημέριος στον Άγιο Σπυρίδωνα στις Καλοκαιρινές. Τα αδέρφια του Μιχαήλ και Φίλιππος είναι απογραμμένα στην ενορία της Παναγίας στην Καρβουνάδα. Ο Μιχαήλ έχει τρία αγόρια τον Αλέξανδρο, το Φίλιππο και το Δημήτριο τα οποία φαίνεται ότι φροντίζει ιδιαιτέρως ο θείος τους Νεόφυτος. Εις το Νοτάριο Φατσέα Κων/νο βιβλίο 1 ο Νεόφυτος εμφανίζεται σε πλείστα συμβόλαια κατά το 1755 – 56, άλλοτε ως δανειστής, άλλοτε ως αγοραστής και άλλοτε ως κουμέσος. Το 1756 αναλαμβάνει επίτροπος των ανωτέρω ανιψιών του παπα Φιλίππου και Δημητράκη του Μιχαήλ. Σε όλα αυτά τα δικαιοπρακτικά τον αναφέρουν ως «…τον πανιερότατον και εκλαμπρότατον κυ.κυ. Νεοφητον Κασιμάτη αξηάγαστον Αρχιερέα της περιφήμου Κρήτης». Έτσι από μια λακωνική αφιερωματική επιγραφή, ήρθε να προστεθεί ένας ακόμα Κυθήριος επίσκοπος ανάμεσα σ᾽ αυτούς που υπηρέτησαν σε ξένες επισκοπές.

ΜΑΞΙΜΟΣ,
Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας (1825 – 1843).

Γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Μάξιμο, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πηγή: «…Μάξιμος, χειροτονηθείς ὑπό Καλλινίκου τοῦ ἐξ Ἀγχιάλου…».
Πηγή: Νικολάου Β. Τωμαδάκη, Διευθυντοῦ τοῦ Ἱστ. ’Αρχείου Κρήτης, «Εἰδήσεις καί ἔγγραφα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἐπί Τουρκοκρατίας», σελ. 211.

Ἐπίσης, γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Μάξιμο, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πηγή: «…1825. Ἐχειροτονήθη Ἀρκαδίας ὁ Μάξιμος Σιβιανός καί ἀπέθανε 1843…», «…1843. Ἀπέθανεν ὁ Ἀρκαδίας Μάξιμος ἀπό πάθος καρδιακόν. Τόν διεδέχθη ὁ Ἰωακείμ Σκαλανιώτης, Ἀρχιμανδρίτης Μητροπόλεως, ἀνήρ πρακτικῶς διαπρέψας ἐν τῇ ἐπισκοπῇ του…».
Πηγή: Μενελάου Παρλαμᾶ: «Ἱστορικά καί Βιογραφικά Σημειώματα τοῦ Στεφ. Νικολαΐδου», σελ.  313, 314.

ΙΩΑΚΕΙΜ,
Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας (1844 – 1854).

Γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Ἰωακείμ, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πηγή: «…Ἰωακείμ ἐξ Ἀγχιάλου…».
Πηγή: Νικολάου Β. Τωμαδάκη, Διευθυντοῦ τοῦ Ἱστ. ’Αρχείου Κρήτης, «Εἰδήσεις καί ἔγγραφα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἐπί Τουρκοκρατίας», σελ. 211.

Ἐπίσης, γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Ἰωακείμ, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πηγή: «…1843. Ἀπέθανεν ὁ Ἀρκαδίας Μάξιμος ἀπό πάθος καρδιακόν. Τόν διεδέχθη ὁ Ἰωακείμ Σκαλανιώτης, Ἀρχιμανδρίτης Μητροπόλεως, ἀνήρ πρακτικῶς διαπρέψας ἐν τῇ ἐπισκοπῇ του…», «…1844, ἐχειροτονήθη ἀρχιερεύς ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἰωακείμ παρά Χρυσάνθου Μητροπολ. Μυτιληναίου…», «…1854, Δεκεμβρίου 28 … ἀπέθανεν εἰς Ἀλάγνι ὁ Ἀρκαδίας Ἰωακείμ…».
Πηγή: Μενελάου Παρλαμᾶ: «Ἱστορικά καί Βιογραφικά Σημειώματα τοῦ Στεφ. Νικολαΐδου», σελ.  313, 314, 315, 316.

ΜΑΤΘΑΙΟΣ,
Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας.

Γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Ματθαῖο, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πηγή: «…Ματθαῖος Ἀρκαδίας μέ ἕδραν τήν ’Άνω Βιάννον (κατά πληρο­φορίαν τοῦ Νεαπόλεως κ. Διονυσίου)…».
Πηγή: Νικολάου Β. Τωμαδάκη, Διευθυντοῦ τοῦ Ἱστ. ’Αρχείου Κρήτης, «Εἰδήσεις καί ἔγγραφα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἐπί Τουρκοκρατίας», σελ. 211.

ΙΕΡΟΘΕΟΣ,
Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας (1855).

Γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Ἱερόθεο, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πηγή: «…1855. Τήν Κυριακήν τῶν Βαΐων ἐχειροτονήθη Ἀρκαδίας ὁ Ἱερόθεος, ἡγούμενος τοῦ Ἐπανωσήφη…».
Πηγή: Μενελάου Παρλαμᾶ: «Ἱστορικά καί Βιογραφικά Σημειώματα τοῦ Στεφ. Νικολαΐδου», σελ. 315.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ,
Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας (1855 – 25/6/1877).

Γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Γρηγόριο, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πηγή: «…Γρηγόριος περί τό 1875, ἐκ τῆς μονῆς Ἀπανωσήφη…».
Πηγή: Νικολάου Β. Τωμαδάκη, Διευθυντοῦ τοῦ Ἱστ. ’Αρχείου Κρήτης, «Εἰδήσεις καί ἔγγραφα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἐπί Τουρκοκρατίας», σελ. 211.

Ἐπίσης, γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Γρηγόριο, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πηγή: «…1877, Ἰουνίου 25, Σάββατον, ἀπεβίωσεν ὁ Ἀρκαδίας Γρηγόριος ἐκ τετραημέρου ὀξείας νόσου, ταφείς ἐν τῷ ναῷ τοῦ Ἁγίου Ματθαίου, άρχιερατεύσας 22 έτη καί 2 μήνας…».
Πηγή: Μενελάου Παρλαμᾶ: «Ἱστορικά καί Βιογραφικά Σημειώματα τοῦ Στεφ. Νικολαΐδου», σελ.  328.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας (4/2/1879 – 1887)
κατόπιν Ἐπίσκοπος Κυδωνίας και Ἀποκορώνου (1887 – 1913)

nikiforos

Γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Νικηφόρο, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πηγή: «…Νικηφόρος Ζαχαριάδης. Οὗτος ἐγεννήθη είς Πλάτην Λασιθίου τῷ 1835, ἐγένετο Ἀρκαδίας 1878-1886, ὅτε μετετέθη εἰς τήν Κυδωνίας. Ἀπέθανεν ἐν Χανίοις ὡς πρώην Κυδωνίας τῇ 24 Ἰουλ. 1913…».
Πηγή: Νικολάου Β. Τωμαδάκη, Διευθυντοῦ τοῦ Ἱστ. ’Αρχείου Κρήτης, «Εἰδήσεις καί ἔγγραφα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἐπί Τουρκοκρατίας», σελ. 211.

Γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Νικηφόρο, ὑπάρχει ἐπίσης ἡ ἑξῆς πηγή: «…1879, Φεβρουάριου 4 ἐχειροτονήθη Ἀρκαδίας ὁ Νικηφόρος Ἀγκαραθίτης συλλειτουργούντων ἀρχιερέων Χερρονήσου Τιμοθέου, πρώην Ἱερᾶς Νεοφύτου, Πέτρας Μελετίου. Κυριακή Ἀπόκρεω…».
Πηγή: Μενελάου Παρλαμᾶ: «Ἱστορικά καί Βιογραφικά Σημειώματα τοῦ Στεφ. Νικολαΐδου», σελ.  330.

Νικηφόρος Ζαχαριάδης
Ὁ Νικηφόρος Ζαχαριάδης ἤ ἀλλιῶς Λαδωμένος (Πλάτη Λασιθίου 1835 – Χανιά 1913) ἐντάχθηκε στή Μονή Ἀγκαράθου, μέ ὑποτροφία τῆς ὁποίας μετέβη στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης, ἀπ᾿ ὅπου ἔλαβε τό πτυχίο Θεολογίας. Μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Κρήτη ἐργάστηκε ὡς καθηγητής τῶν Θρησκευτικῶν σέ Ἡράκλειο καί Λασίθι. Χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας τό 1879, ἀπ᾿ ὅπου ὀκτώ χρόνια ἀργότερα μετατέθηκε στήν Ἐπισκοπή Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου. Ἦταν ἀπό τούς ἱδρυτές τοῦ Ἱεροδιδασκαλείου Κρήτης, πού συστήθηκε στή Μονή Ἁγίας Τριάδας στά Χανιά, τό 1892. Ἐξίσου ἀξιόλογη ὑπῆρξε ἡ δράση του καί στά ἐθνικά ζητήματα, καθώς δραστηριοποιήθηκε ἐνεργά γιά τή λύση τοῦ Κρητικοῦ Ζητήματος. Ἀπεβίωσε τό 1913, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἀποχωρήσει ἀπό τήν ἐνεργό διακονία, ὑποβάλλοντας παραίτηση λόγῳ παθήσεως τῶν ὀφθαλμῶν. Ραϊλάκης Βρανᾶς 2009, 42, ὅπου καί ἡ σχετική βιβλιογραφία.

ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ,
Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας (29/4/ 1887 – 1901).

nikodemos_katsarakis

Επίσκοπος Αρκαδίας Νικόδημος (Κατά κόσμον Γεώργιος Κατσαράκης από τη Μίλατο)
Εισαγωγικά
Παρουσιάζουμε σήμερα στο Ιστολόγιο “Νόστιμον ἦμαρ…” μια σημαντική μορφή από την Μίλατο, τον Επίσκοπο Νικόδημο, κατά κόσμον Γεώργιο Κατσαράκη. Μια σημαντική μορφή της θρησκευτικής ζωής του τόπου μας, με ενεργή εμπλοκή στον αγώνα κατά των Τούρκων σε μια κρίσιμη περίοδο που οδήγησε, επί των ημερών του, σε ένα καθεστώς ημιαυτονομίας της Κρήτης. Σήμερα δημοσιεύουμε ένα σημείωμα βιογραφικό σημείωμα – ομιλία του αγαπητού φίλου από τα παλιά Δικηγόρου Εμμ. Κατσαράκη, ο οποίος σκιαγραφεί την πορεία και το έργο του συντοπίτη του Νικόδημου, διατηρώντας τη γλώσσα του πρωτοτύπου κατά το δυνατόν. Αντίγραφο του εγγράφου αυτού με τις σημαντικές πληροφορίες βρίσκεται στο αρχείο της κ. Ισμήνης Κατσαράκη και φωτίζει τη ζωή ενός σημαντικού ανθρώπου του τόπου μας. Την ευχαριστούμε για αυτή τη συμβολή, που αποτέλεσε το έναυσμα να ασχοληθούμε και να συγκεντρώσουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή και το έργο του σπουδαίου αυτού Ιεράρχη, τα οποία θα παρουσιάσουμε προσεχώς. Από τη Σύνταξη.

Βιογραφικά στοιχεία για τον Επίσκοπο Νικόδημο
Ο Επίσκοπος Αρκαδίας Νικόδημος Κατσαράκης κατά κόσμον Γεώργιος εγεννήθη εις Μίλατον Μεραμπελλου το 1843. Ήτο υιός του Ιωάννου Κατσαράκη Δημοδιδασκάλου (του Διδασκαλείου της μονής Αρετίου) διατηρούντος κατά την Τουρκοκρατίαν κρυφό σχολειό εις Μίλατον, εις εκ των αρχηγών των εγκλεισθέντων εις το Σπήλαιον της Μιλάτου του 1823, διεκινδύνευσε πολλάκις και αυτήν την ζωήν δια την εθνικήν του δράσιν, φυλακισθείς εις τας φυλακάς Σπιναλόγκας και Ηρακλείου. Ο Επίσκοπος Νικόδημος εις νεαράν ηλικίαν ανεχώρησεν εκ Μιλάτου δια τους Αγίους Τόπους, συνενούντος προς τούτο του πατρός του δια να αποφύγη τον Τουρκικόν ζυγόν, και να αποκτήση την δέουσαν πνευματικήν κατάρτισιν δια να βοηθήση μελλοντικώς τον αγώνα. Εις ηλικίαν 21 έτους ευρίσκεται εις το όρος Σινά και αφού ενεγράφη εις την  «Αμπέτειον Σχολήν της Μονής εν Καΐρω έλαβεν το υπ΄ αριθμ.12 απολυτήριον της υπό ημερομηνίαν 20 Ιουνίου 1867, με το όνομα Ιεροδιάκονος Νικόδημος Σιναϊτης και εις ηλικίαν 24 ετών (Ενδεικτικά υπ. Αριθμ. 7/1863 Γ.’  Τάξεως, 1/1864 Δ.’ Τάξεως). Κατά το έτος 1869 ενεγράφη εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων (περίφημον Σχολήν του Σταυρού) με το όνομα Ιεροδιάκονος Νικόδημος (Ενδεικτικά Α΄ Τάξεως 6 Ιουλίου 1870, Β΄ Τάξεως 9 Ιουλίου 1871). Εις το όρος Σινά παρέμεινεν επί 12 έτη ως φούρναρης (βαθμός Μονής) και προήχθη εις επιστάτην (βαθμός Μονής) εις το Μετόχι της Μονής εν Αιγύπτω. Μετά το πέρας των σπουδών του εις την Σχολή του Σταυρού επανελθών εις τα Ιεροσόλυμα, απεστάλη υπό των
Πατριαρχείων εις την Ριζάρειον Σχολήν των Αθηνών, εις ήν ενεγράφη την 5ην Σεπτεμβρίου 1878 και έλαβε το υπ΄ αριθμ. 88 πτυχίον αυτής την 19 Ιουνίου 1877 (Αρ. Μητρ. 858). 
Εν συνεχεία εγγραφείς εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών και φοιτήσας επί 4 έτη έλαβε το υπ΄ αριθμ. 629 πτυχίον του Πανεπιστημίου το έτος 1883 με το όνομα Νικόδημος Ι. Κατσαράκης, Διάκονος Σιναΐτης. Εκ των τίτλων σπουδών του εμφαίνεται ότι η επίδοσίς του εις την επιστήμη  της Θεολογίας υπήρξε αρίστη.  Κατά τη διάρκειαν των σπουδών του υπηρέτησεν εις διαφόρους ναούς των Αθηνών – Πειραιώς μεταξύ των οποίων και εις την Αγίαν Ειρήνην Αθηνών ως Αρχιμανδρίτης. Εις Νεάπολιν Μεραμβέλλου έρχεται ως Καθηγητής της Θεολογίας του περιφήμου τότε Γυμνασίου της, ιδρυθέντος υπό του Αδοσίδη Πασά, όπου και υπηρέτησεν επί 4 περίπου έτη(1883-1887). Η Σύνοδος των Επισκόπων Κρήτης τον εκλέγει παμψηφεί Επίσκοπον Αρκαδίας με έδραν την Βιάννον το έτος 1887. Χειροτονηθείς δε Επίσκοπος παρέμεινεν εις Βιάννον μέχρι του θανάτου του, επισυμβάντος το έτος 1901, προφανώς εκ συγκινήσεως λόγω της μεταφοράς της έδρας της Επισκοπής εις Αγίους Δέκα. Εις ολόκληρον την περιοχή τότε εφημίζετο δια την μεγάλην του μόρφωσιν και τας χριστιανικάς αρετάς του. Ένδειξις δε του μεγάλου ήθους και κύρους του είναι η λεχθείσα φράσις υπό του Γάλλου Συνταγματάρχου, Εντολοδόχου Διοικητού Ν. Λασιθίου των Μ. Δυνάμεων: «Επήγα εις την Ιεράπετραν και ευρήκα ένα κουζουλόν (τρελόν) Δεσπότην και εις την Βιάννον ένα «ΑΓΙΟΝ». Εκτός της Πανεπιστημιακής και εγκυκλοπαιδικής μορφώσεώς του ήτο κάτοχος 5 ξένων γλωσσών μεταξύ των οποίων και η Εβραϊκή και η Χαλδαίικη. Υπήρξε ο παροτρύνας και βοηθήσας τον μετέπειτα Οικουμενικόν Πατριάρχην και Εθνικόν Ήρωα, Μελέτιον Μεταξάκη, να μεταβή και σπουδάση εις Αγίους  Τόπους. Ο πρόωρος θάνατός του εσταμάτησε το θρησκευτικόν του έργον και την βεβαίαν μελλοντικήν του άνοδον εις τα ύπατα της εκκλησίας αξιώματα λόγω της μεγάλης μορφώσεως, του ήθους και της προσωπικότητος του. Ο Επίσκοπος Νικόδημος κατά την εις Κρήτην παραμονήν του επέδειξε μεγάλην εθνικήν δράσιν και υπήρξε ο πνευματικός καθοδηγητής όλων των Κρητικών Επαναστάσεων εις την Αν. Κρήτην από το έτος 1885 έως 1901. Απέθανε τον Δεκέμβριον 1901 από λύπη για την αλλαγή των ορίων και της έδρας της Επισκοπής. Όλας τα μονάς και ακραία θρησκευτικά κέντρα επεσκέπτετο μετά των τοπικών παραγόντων δια την αντιμετώπισιν της Τουρκικής Τυρρανίας. Εις την εκκλησίαν Άγιος Δημήτριος Μιλάτου (όπου Τούρκοι δεν κατώκουν ούτε διέμεναν) συνεχώς είρχετο δήθεν δια να λειτουργήση και μυστικώς μετά του τότε επισκόπου Πέτρας και λοιπών οπλαρχηγών συνεσκέπτοντο δια τον αγώνα κατά των Τούρκων. Παρημιώδεις έχουν μείνει αι μυστικαί αυταί συναντήσεις του ειδικώς προ της επαναστάσεως του 1897 εις Μίλατον και εις τα Ξηρά Ξήλα. ΕΜΜ. Ν. ΚΑΤΣΑΡΑΚΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ Πηγή

Γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Νικόδημο, ὑπάρχει ἐπίσης ἡ ἑξῆς πηγή: «…Νικόδημος Κατσαράκης ἐκ Βιάννου (1887 -12 Δεκ. 1900)..».
Πηγή: Νικολάου Β. Τωμαδάκη, Διευθυντοῦ τοῦ Ἱστ. ’Αρχείου Κρήτης, «Εἰδήσεις καί ἔγγραφα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἐπί Τουρκοκρατίας», σελ. 211.

Γιά τόν μακαριστό Ἐπίσκοπο Ἀρκαδίας Νικόδημο, ὑπάρχει ἀκόμα ἡ ἑξῆς πηγή: «…Ἀπριλίου 26. Ἐχειροτονήθη ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας ὁ Νικόδημος Κατσαράκης χρηματίσας ἱεροδιδάσκαλος εἰς τό Γυμνάσιον Μεραμβέλλου, ὁ δέ πρώην Ἀρκαδίας Νικηφόρος μετετέθη εἰς τήν ἐπαρχίαν Κυδωνίας  καί ἀνεχώρησεν αὐθημερόν εἰς Χανία. Εἰς τήν χειροτονίαν τοῦ πρώτου ἔλαβον μέρος ὁ Χερρονήσου Διονύσιος καί ὁ Πέτρας Μελέτιος…».
Πηγή: Μενελάου Παρλαμᾶ: «Ἱστορικά καί Βιογραφικά Σημειώματα τοῦ Στεφ. Νικολαΐδου», σελ.  340.

           ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ,
Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας ( 30/6/ 1902 – 1941),
κατόπιν Μητροπολίτης Κρήτης (1941 – 13/1/1950).

vasilios

ΕΥΓΕΝΙΟΣ,
Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας (20/1/1946 – 23/5/1950),

κατόπιν Μητροπολίτης Κρήτης (23/5/1950 – 28/2/1967),
μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης (28/2/1967 – 7/2/1978).

evgenios

 ΤΙΜΟΘΕΟΣ,
Ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας (26/8/1956 – 1961),
κατόπιν Μητροπολίτης Γορτύνης και Ἀρκαδίας (1961 – 1978),
μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης (1978 – 26/7/2006).

timotheos2

ΚΥΡΙΛΛΟΣ,
Μητροπολίτης Κισάμου καί Σελίνου (16/2/1975 – 12/11/1979),
κατόπιν Mητροπολίτης Γορτύνης καί Ἀρκαδίας
(12/11/1979 – 24/4/2005).

KYRILOS