Ὁμιλία Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ, Β ΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, στόν Ἱ. Μ. Ν. Ἁγ. Γεωργίου Μοιρῶν, 20/3/2022. Ὁμιλητής ὁ Ἱερολογ. Διάκονος Αἰμιλιανός Ζαχαριουδάκης, μέ θέμα: «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ».

Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ

Σεβασμιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,

Σεβαστοί Πατέρες,

Αγαπητοί αδελφοί

Διανύοντας την κατανυκτική αυτή περίοδο, της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η πρόνοια του Σεβασμιωτάτου Πατρός και Ποιμενάρχου μας, για την οικοδομή των ψυχών μας, μας συνήγαγε και πάλι εδώ στον Ιερό Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, προκειμένου να ξεδιψάσουν λίγο οι ψυχές μας από το καθαρό νερό που εκχύνουν οι πηγές των Κατανυκτικών Εσπερινών της ιεράς αυτής περιόδου.

Δεν θα ήταν υπερβολή να παρομοιάσουμε τους Κατανυκτικούς Εσπερινούς, επίσης, με το μέλι το οποίο τρέφει και γλυκαίνει τις ψυχές μας και τις ωθεί όλο και περισσότερο να τρώνε από αυτό. Τόσο γλυκά ακούγονται στις ψυχές των χριστιανών τα τροπάρια αυτά που ψάλλονται στους Ναούς και γι’ αυτόν τον λόγο μερικά από αυτά, όπως τα Απόστιχα είθισται να ψάλλονται πιο αργά, με τον αργό στιχηραρικό, όπως λέγεται, τρόπο.

Θα ήθελα, αρχικά, να σάς αναφέρω ότι η ταπεινή μου ομιλία δεν πηγάζει από προσωπικές πνευματικές εμπειρίες, γιατί δεν κατέχω τέτοιου είδους εμπειρίες. Τολμώ να παρίσταμαι εδώ με σκοπό να ωφεληθώ προσωπικά πρώτος, κάνοντας παράλληλα υπακοή στη τιμητική πρόσκληση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας Γορτύνης και Αρκαδίας κ. κ. Μακαρίου, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά και ζητώ ταπεινά συγγνώμη από όλους σας εκ των προτέρων για τις ελλείψεις μου.

Την πρώτη Κυριακή των Αγίων Νηστειών, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Εκκλησία προβάλλει τη νίκη της Εκκλησίας υπέρ των ιερών εικόνων έναντι των εικονομάχων, όπως δογμάτισαν οι Θεοφόροι Πατέρες της εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου το 787 στη Νίκαια.

Τη δεύτερη Κυριακή των Νηστειών, η Εκκλησία τιμάει τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, και προβάλει τον ησυχασμό ως τον ασφαλή δρόμο προς την θέωση. Ο ησυχασμός βέβαια, δεν είναι κάτι που ανακάλυψε ο άγιος Γρηγόριος, διότι προϋπάρχει ήδη από τον 4οαιώνα, με κύριους εκφραστές του τους αγίους, Αντώνιο τον Μέγα, Μακάριο τον Αιγύπτιο, Νείλο τον Ασκητή, Ιωάννη της Κλίμακος, Μάξιμο τον Ομολογητή, Ιωάννη τον Δαμασκηνό και άλλους. Επομένως, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν δίδαξε κάτι καινούριο αλλά μας παρέδωσε τον ησυχασμό όπως τον παρέλαβε ο ίδιος ως εμπειρία της Εκκλησίας σε μια πιο ξεκάθαρη μορφή, με την προσθήκη των δικών του εμπειριών και αποκαλύψεων, τις οποίες μας τις άφησε ως κληρονομιά.

Η ησυχαστική πνευματικότητα δεν είναι σοφία, καρπός του στοχασμού και της εμπειρίας κάποιου μεγάλου δασκάλου. Δεν είναι πολύ περισσότερο μία τεχνική ή μία μέθοδος πνευματικής ζωής, που προτείνεται, για να οδηγήσει τον άνθρωπο σε καταστάσεις εσωτερικής αφύπνισης και μεγάλης αρμονίας με τον εαυτό του, με τους άλλους και το σύμπαν, ή ακόμη για να του προμηθεύσει υπερφυσικές δυνάμεις.[1]Ο ησυχασμός είναι η πορεία, το μέσον θα λέγαμε που ακολούθησαν οι ησυχαστές Πατέρες για να επιτύχουν την ένωσή τους με τον Θεό.

Γιατί όμως η Εκκλησία προβάλει τον ησυχασμό και τους ησυχαστές Πατέρες, αμέσως μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας; Γιατί ακριβώς θέλει να μας τονίσει ότι Ορθοδοξία και Ορθοπραξία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, δηλαδή, πίστη και βίωμα δεν μπορούν να υπάρχουν χωριστά στη ζωή των πιστών. Εάν κάποιος απομονώσει το ένα από το άλλο ή αν δεν τα τοποθετήσει εκκλησιαστικά, αλλά ως προσωπικές χαρισματικές καταστάσεις, τότε δεν μπορεί να πει ότι ακολουθεί την εμπειρία της Εκκλησίας, αλλά ζει κάτι δικό του το οποίο ούτε η Εκκλησία γνωρίζει, ούτε τον Χριστό μπορεί να του δώσει.

Ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας αναφερόμενος σε αυτό το θέμα της πνευματικής ζωής σε ομιλία του αναφέρει ότι «Μπορεί να κάνουμε κάτι φαινομενικά ευάρεστο στον Θεό και αυτό κατ’ ουσίαν να αποδιώκει τη Χάρη. Και μπορεί να κάνουμε κάτι ευάρεστο που ενώ φαίνεται ότι γίνεται στο όνομα του Θεού, αυτό να γίνεται για να κάνω εγώ ένα όνομα, γεμίζοντας τα δικά μου κενά, κενά τα οποία να είναι παράγωγα που κουβαλούν αφύλακτες κεντρικές διόδους της ψυχής, παράγωγα όπως π.χ. κακία, μίσος, κατάκριση κ.λ.π.[2]

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, λοιπόν, ήταν αυτός που στήριξε ιδιαίτερα τον ησυχασμό. Αφομοίωσε όλη την εμπειρία των Πατέρων και προσέθεσε και τη δική του.

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1296. Πολύ νέος έγινε μοναχός στον Άγιον Όρος. Από εκεί μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη το 1325 με άλλους δώδεκα μοναχούς, χειροτονείται ιερέας και  αναχωρεί για να ασκηθεί σε έρημο τόπο κοντά στη Βέροια. Αργότερα, επιστρέφει και πάλι στο Άγιον Όρος, όπου έρχεται σε σύγκρουση με τους δύο αποδεικτικούς λόγους του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, εκφράζοντας την πνευματική εμπειρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας περί των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Ο Βαρλαάμ  δίδασκε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του. Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, ο Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί  με τους ανθρώπους. Επομένως, κατά τη διδασκαλία του, οι ησυχαστές, οι μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος, αν έχει καθαρή καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην καρδιακή προσευχή (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»), να ενωθεί με τον Θεό και να φωτισθεί και να δει το Άκτιστο Φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά «μεσσαλιανιστές» και «ομφαλόψυχοι».

Μετά από αυτές τις τοποθετήσεις του Βαρλαάμ, ο Γρηγόριος εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη από όπου και άρχισε τον αγώνα «υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», δηλαδή αυτών που ασκούσαν τον Ησυχασμό, συγγράφοντας μάλιστα και τους ομώνυμους λόγους του. Το ζητούμενο της πάλης αυτής ήταν κυρίως το μεθεκτικόν ή αμέθεκτον της θείας ουσίας. Ο άγιος Γρηγόριος, οπλισμένος με μεγάλη πολυμάθεια και ισχυρή κριτική για θέματα Αγίων Γραφών, διέκρινε μεταξύ αμέθεκτης θείας ουσίας και θείας ενεργείας μεθεκτής. Δηλαδή ότι η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη και απρόσιτη στον άνθρωπο. Ο Θεός γίνεται προσιτός μέσω των ακτίστων ενεργειών Του. Και αυτό το στήριξε σύμφωνα με το πνεύμα των Πατέρων και η Εκκλησία επικύρωσε την ερμηνεία του με  Συνόδους.

Αργότερα, το 1346 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης την οποία ποιμαίνει και αναγεννά πνευματικά. Κοιμήθηκε το 1359 και ανακηρύσσεται και επισήμως άγιος της Εκκλησίας δέκα μόλις χρόνια μετά την κοίμησή του.

Σύμφωνα λοιπόν με τον ιερό Πατέρα, οι άκτιστες ενέργειες είναι αυτές που αγιάζουν τον άνθρωπο που πολιτεύεται με μετάνοια, ταπείνωση, που ασκείται διαρκώς και κυρίως που μετέχει στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας ιδιαίτερα δε στο μυστήριο της εξομολογήσεως και της Θείας Ευχαριστίας.

Οι άγιοι της Εκκλησίας μας θεολογούν και αντιτείνονται στις κατά καιρούς προκλήσεις που προκύπτουν, όχι από πείσμα αλλά για λόγους καθαρά σωτηριολογικούς. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι το ίδιο επίκαιρος και σήμερα, διότι, αντιμετώπισε τον σύγχρονο τρόπο σκέψεως του ανθρώπου που εκπροσωπείται από τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, δηλαδή τη λογική και τη φυσική γνώση ως τρόπους γνώσεως του Θεού. Σήμερα αντιμετωπίζουμε μια παρόμοια πρόκληση. Ο Θεός μελετάται ως άλλο ένα φυσικό αντικείμενο και η ανθρώπινη λογική η οποία αδυνατεί να πλησιάσει τον Δημιουργό της, οδηγεί τον σύγχρονο άνθρωπο σε διάφορα συμπεράσματα παραδείγματος χάρη ότι ο Θεός υπάρχει επειδή είναι αναγκαίος. Ότι δηλαδή λειτουργεί ως μία ψυχολογική υποστήριξη του ανθρώπου. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, έρχεται να μας πει ότι ο Θεός πέρα από κάθε λογική, βρίσκεται στην καρδιά μας. Δεν αποδεικνύεται, ούτε εξετάζεται, αλλά βιώνεται και αποκαλύπτεται μυστηριακά στον άνθρωπο.

Πώς όμως η διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου μπορεί να καταστεί ωφέλιμη σε μας σήμερα; Τα βασικά στοιχεία της διδασκαλίας του θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τρία.

Το πρώτο είναι ότι μπορούμε όλοι εμείς ως μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας να αποκτήσουμε εμπειρία της Χάριτος του Θεού και να φτάσουμε στη θέωση. Η θέωση του ανθρώπου κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας δεν είναι απλώς εφικτή στους πιστούς, αλλά αποτελεί τον κύριο σκοπό της ύπαρξής μας. Δεν πρόκειται για χαρισματικό πλεονέκτημα μόνο των κληρικών και των μοναχών, αλλά όπως είπαμε προηγουμένως, αφορά όλα τα μέλη της Εκκλησίας δηλαδή όλους εμάς. Καλούμαστε όλοι μας να ενωθούμε υπαρξιακά με τον Θεό  και να αποκτήσουμε την εμπειρία της Χάριτός Του.

Δυστυχώς, στις ημέρες μας υπάρχει έντονα η λανθασμένη αντίληψη ότι ο σκοπός του ανθρώπου, έγκειται, σε μία ηθική μόνο βελτίωση, στο να γίνουμε δηλαδή καλύτεροι άνθρωποι, πιο ηθικοί, πιο εγκρατείς, πιο προσεκτικοί και άλλα. Αλλά αυτή είναι μία εντελώς λανθασμένη αντίληψη και  δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση τον τελικό μας σκοπό, διότι, εάν ο σκοπός του ανθρώπου ήταν μόνο μια ηθική βελτίωση, δεν θα υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να ενσαρκωθεί ο Υιός και Λόγος του Θεού. Αντίθετα, ο Κύριος ενσαρκώθηκε και μας άφησε το Σώμα Του, την Αγία Εκκλησία ούτως ώστε, εν αυτή να μπορούμε να Του ομοιάσουμε και να γίνουμε θεοί κατά χάριν. Γι’ αυτό και ο Χριστός μάς ρωτάει: «Μπορείτε να πιείτε το Ποτήριο που θα πιώ εγώ ή να βαπτιστείτε με το Βάπτισμα με το οποίο θα βαπτιστώ εγώ;»[3]Διότι, δεν μας καλεί να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι αλλά μας καλεί να μιμηθούμε τη ζωή Του, να γίνουμε σαν κι’ Αυτόν.

Μπορούμε λοιπόν, όλοι μας να έχουμε πραγματική σχέση με τον Θεό, μπορούμε να Τον αισθανόμαστε και να Τον βλέπουμε στην πραγματικότητα αλλά ως Φως, διότι ο Θεός ως Φως οράται, ως άκτιστο Φως. Ο προφήτης Μωυσής είδε τον Θεό στο Σινά ως Φως στη φλεγόμενη βάτο, η οποία φλεγόταν αλλά δεν καιγόταν.

Το δεύτερο βασικό στοιχείο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά είναι ότι για να μπορέσουμε να λάβουμε αυτήν την εμπειρία του Θεού, χρειάζεται να καθαρθούμε, να καθαρίσουμε δηλαδή τους εαυτούς μας.

Η κάθαρση του ανθρώπου, και όχι κάθαρση της ψυχής όπως εσφαλμένα συνηθίζουμε να λέμε, διότι ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματικός και σώζεται, δηλαδή ολοκληρώνεται εν Χριστώ, ψυχικά και σωματικά, ολόκληρος και όχι μισός, αφού ο Κύριος κατά την ενανθρώπισή του προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Η κάθαρση λοιπόν, μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εγκράτειας και της προσευχής. Στον αγώνα για την κάθαρσή μας στον χώρο της ορθόδοξης πνευματικής ζωής, η εγκράτεια επέχει ρόλο ζωτικής σημασίας.

Η νηστεία ως εντολή δόθηκε από τον ίδιο τον Κύριο στον Αδάμ και την Εύα στον Παράδεισο, για τη διαφύλαξη της Χάριτος που δόθηκε σε αυτούς. Ο Μωυσής αφού νήστεψε πάνω στο Όρος Σινά, βλέπει τον Θεό και συνομιλεί μαζί Του. Με τη νηστεία ο προφήτης Ηλίας παίρνει τη δύναμη να χρίσει προφήτη αντί αυτού και αξιώθηκε να υψωθεί πρωτοτυπώντας την Ανάληψη του Χριστού στον ουρανό. Ο ίδιος ο Κύριος νήστεψε σαράντα ημέρες και σαράντα νύκτες.

Ας εκμεταλλευτούμε λοιπόν αυτήν την περίοδο το όπλο της νηστείας και ας απολαύσουμε τα δώρα που χαρίζει ο δωρεοδότης Κύριος σε όσους την ασκούν. Και αν προσπαθήσουμε να τα μετρήσουμε θα διαπιστώσουμε ότι είναι όντως πολλά τα δώρα της. Φέρνει θέρμη στην ψυχή και κατάσταση προσευχής. Προσδίδει πραότητα, σωφροσύνη. Καταστέλλει τις επαναστάσεις του σώματος, τη λύσσα του θυμού και κάνει τη διάνοια του ανθρώπου καθαρότερη. Επίσης, θερμαίνει την προς τον Θεόν αγάπη η οποία μεταβάλλει τον αγώνα αλλά και ολόκληρη τη ζωή μας σε μία ατέρμονη χαρά, ένα πανηγύρι.

Για να είναι όμως η  νηστεία μας δεκτή και ευάρεστη στον Θεό είναι ανάγκη να την τοποθετήσουμε σωστά  ως όπλο και όχι ως αυτοσκοπό που μπορεί πολλές φορές να αυξάνει τον εγωισμό μας.

Με τη νηστεία λοιπόν και γενικότερα με την άσκησή μας, εκφράζουμε την αναζήτηση του Θεού. Του δείχνουμε με ένα πιο επίμονο τρόπο θα λέγαμε ότι Τον ποθούμε. Ο Μακαριστός Γέροντας Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης, η σύγχρονη αγιασμένη αυτή μορφή του αγιορείτικου μοναχισμού, αναφερόμενος σε αυτό το θέμα της πνευματικής ζωής, μας λέει ότι «Η προσμονή του Θεού εκφράζεται με τη νηστεία, με την κενή γαστέρα…. Η νηστεία έχει μία και μοναδική σημασία, την έκφραση της προσμονής του Θεού. Το ίδιο ισχύει και με την προσευχή. Η προσευχή έχει σημασία γιατί ακριβώς εκφράζει αυτήν την προσμονή μου, το ελθέ και σκήνωσον, το πού είσαι Θεέ μου[4]».

Βέβαια τα ασκητικά μέσα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε δεν είναι μόνο η νηστεία αλλά είναι πολλά. Την άσκηση μας την εκφράζουμε με την εγκράτεια στις τροφές, στις κακές μας σκέψεις, στον καταναλωτισμό, επίσης την εκφράζουμε με τη αγρυπνία, με την μελέτη της Αγίας Γραφής και άλλων βιβλίων, με την συμμετοχή μας στις συχνές και μεγάλες σε διάρκεια ιερές Ακολουθίες της περιόδου αυτής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και γενικότερα με κάθε κόπο που καταβάλλουμε έχοντας ως σκοπό να εκφράσουμε αυτή μας την προσμονή του Θεού.

Είναι σπουδαίο, αγαπητοί μου, να γνωρίζουμε αυτή την πραγματικότητα. Να γνωρίζουμε τον λόγο για τον οποίο νηστεύουμε, αγρυπνούμε και μελετούμε, διότι μόνο έτσι μπορούμε να συγκινήσουμε τον Θεό να μας λυπηθεί και να έλθει τελικώς και να μας αγκαλιάσει.

Για να επέλθει λοιπόν η κάθαρση, χρειάζεται αφενός να καλλιεργήσουμε το ασκητικό φρόνημα και αφετέρου να καλλιεργήσουμε την προσευχή. Ο Κύριος μάς λέει στο Ευαγγέλιο «το δαιμονικό γένος δε βγαίνει παρά μόνο με προσευχή και νηστεία»[5]. Μας καλεί δηλαδή να γίνουμε άνθρωποι προσευχόμενοι. Αυτό αποτελεί και το τρίτο βασικό στοιχείο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου. Σώζονται αρκετοί λόγοι του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στους οποίους αναπτύσσει το θέμα της προσευχής δίνοντας συμβουλές για την απόκτησή της εξηγώντας παράλληλα τα οφέλη που προκαλεί στον πιστό που την ασκεί με επίγνωση και πάνω από όλα ταπείνωση χωρίς να προσμένει οράματα και αποκαλύψεις.

Όλα τα παραπάνω που αναφέρουμε, δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ούτως ώστε ο άνθρωπος να μπορέσει να προσευχηθεί. Αν θα επιχειρούσαμε να δώσουμε ένα ορισμό για την προσευχή, θα λέγαμε ότι είναι οι πνεύμονες της ψυχής. Η προσευχή είναι το μέσο της συνάντησής μας με τον Θεό. Τα πάντα μας τα δίνει ο Θεός διά της προσευχής αρκεί εμείς να την καλλιεργούμε με επιμέλεια.

Λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μιλώντας για την προσευχή: «Τέτοια είναι η φύση της προσευχής, η οποία ανεβάζει τον άνθρωπο από τη γη στον ουρανό. Τον παρουσιάζει στον ίδιο τον Θεό του παντός. Εκεί που για εξιλασμό του κόσμου προσφέρεται στον Θεό η αναίμακτη, μεγάλη και πραγματικά ευπρόσδεκτη θυσία.» Και συνεχίζει, «ο Θεός θα κοσμήσει τις ψυχές μας με την καθημερινή προσευχή και θα τις γεμίσει με συμμετρία και σωφροσύνη, με δικαιοσύνη και πραότητα και ταπείνωση. Θα μας δώσει το χάρισμα να συνδεόμαστε μεταξύ μας δια της αγάπης. θα ζήσουμε ειρηνική και ευλογημένη ζωή έχοντας ανάμεσά μας τον βασιλιά της ειρήνης Χριστό.».[6]

Από αυτό καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικό είναι η προσευχή μας να γίνεται σωστά.

Πώς όμως θα μπορέσουμε να καταφέρουμε η προσευχή μας να είναι σωστή και ευάρεστη στον Θεό; Πώς θα καταφέρουμε δηλαδή η προσευχή μας να φτάνει στον ουρανό; Για να είναι η προσευχή μας αληθινή και ευπρόσδεκτη στον Θεό είναι ανάγκη να συνδυάζεται μαζί με κάποια πράγματα.

Αρχικά, θα πρέπει να συνδυάζεται με έντονη λειτουργική και μυστηριακή ζωή. Για να μπορώ να μιλώ στον Θεό αληθινά, θα πρέπει πρώτα να τον κάνω οικείο μου. Αυτό το γνωρίζουμε καλά μέσα από τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Με τους οικείους συνανθρώπους μας επικοινωνούμε αμεσότερα. Έτσι και στην εν Χριστώ ζωή αυτή η αμεσότητα και οικειότητα με τον Χριστό, επέρχεται με την συχνή Θεία Κοινωνία, αλλά με μία σημαντική προϋπόθεση. Να προσέρχομαι στο Ποτήριο της Ζωής με βαθιά συναίσθηση της αμαρτίας, και της αδυναμίας μου, με την απόφαση να προσαρμόσω τον τρόπο ζωής μου στις εντολές του Θεού.

Την Ε’ Κυριακή των Αγίων Νηστειών, η Εκκλησία προβάλλει το πρόσωπο της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Ο βίος της αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα ότι ο προσωπικός μας αγώνας, είναι ανάγκη να συνδυάζεται με μυστηριακή ζωή. Όπως διαβάζουμε στον βίο της, η πολυχρόνια άσκησή της και η βαθιά της μετάνοια, έπρεπε να ολοκληρωθούν με τη μετοχή της στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Και γι’ αυτό φρόντισε ο ίδιος ο Θεός ο οποίος αποκάλυψε στον όσιο Ζωσιμά την ύπαρξη της αγίας Μαρίας. Κατόπιν ο όσιος Ζωσιμάς την κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και η οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα.

Κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, ενώνομαι πραγματικά με τον Χριστό. Θεία Λατρεία και Προσευχή είναι πράγματα αδιάσπαστα ενωμένα μεταξύ τους. Η συχνή μετάληψη του Τιμίου Σώματος και Αίματος του Κυρίου, καθιστούν τον Κύριο παρόντα στη ζωή μου. Επομένως το μόνο που μένει είναι να του μιλήσω και έτσι με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η ένωσή μου με τον Θεό και η συνεχής παρουσία Του στη ζωή μου. Γίνεται ο Χριστός «ενοικών εν εμοί και εμπεριπατών[7]».

Ας αξιοποιήσουμε λοιπόν την περίοδο αυτή ώστε να αποκτήσουμε μια πιο ουσιαστική σχέση με τον Χριστό. Ας προστρέξουμε όλοι στο εξομολογητήριο και να καθαρισθούμε από τις αμαρτίες μας με καθαρή εξομολόγηση και ας μην αρκεστούμε μόνο στην συγχωρητική ευχή του ιερέα χωρίς να καταθέσουμε προηγουμένως τα αμαρτήματά μας.

Ας κάνουμε συχνότερη, κατά τις δυνατότητές μας, την παρουσία μας στο Ναό στις ιερές Ακολουθίες και ιδιαίτερα στις Θείες Λειτουργίες και να κοινωνούμε συχνότερα το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Εξάλλου αυτός είναι ο λόγος που αυτήν τη περίοδο τελούνται στους Ναούς οι Προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες. Για να μην στερούμαστε της Θείας Κοινωνίας κατά τη διάρκεια της εβδομάδος.

Ας μην απουσιάζουμε τις Παρασκευές από τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Ας προστρέχουμε στους Ναούς για να παρακαλέσουμε, να χαιρετίσουμε και εμείς, να ευχαριστήσουμε και να υμνήσουμε την Υπεραγία Θεοτόκο τη Μητέρα του Κυρίου μας και σίγουρα θα αισθανθούμε περισσότερη χαρά και ειρήνη στην ψυχή μας και σιγουριά και ασφάλεια, για να συνεχίζουμε τον αγώνα της ζωής μας.

Ας γνωρίζουμε όμως και ας έχουμε την αίσθηση, γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα, της πραγματικής παρουσίας του Θεού στη Θεία Λατρεία και ιδιαίτερα την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Το αίσθημα της αναζήτησης του Θεού το οποίο μπορεί να έχουμε στη ζωή μας, στο σπίτι μας, στην εργασία μας και οπουδήποτε αλλού, παύει να υπάρχει από τη στιγμή που μπαίνουμε στον ιερό Ναό διότι εκεί έχουμε πλέον τον Θεό πραγματικά παρόντα για να Τον συναντήσουμε. Το μόνο που εμείς οφείλουμε να κάνουμε είναι να έχουμε τα μάτια της ψυχής μας ανοικτά για να τον αντικρύσουμε και να του μιλήσουμε. Ο Θεός βέβαια δεν κατοικεί στους Ναούς, αφού ο Ίδιος είναι πανταχού παρών, όμως, η συνάντησή μας μαζί Του επιτυγχάνεται μέσω της μυστηριακής ζωής.

Επίσης, η προσευχή μας θα πρέπει να συνδυάζεται με την αγάπη προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους. Ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ μας λέει ότι «δεν φτάνει μόνο να βγαίνει η προσευχή από τα χείλη. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να αγαπούμε Εκείνον που επικαλούμαστε». Όσο δε αφορά στην προς τους συνανθρώπους μας αγάπη, ο ίδιος ο Κύριος μας λέει στο ιερό Ευαγγέλιο «Όταν προσφέρεις το δώρο σου στο ναό κι εκεί θυμηθείς πως ο αδελφός έχει κάτι εναντίον σου, άφησε εκεί, μπροστά στο θυσιαστήριο του ναού, το δώρο σου και πήγαινε να συμφιλιωθείς πρώτα με τον αδερφό σου, και ύστερα έλα να προσφέρεις το δώρο σου[8]».

Η προσευχή μας είναι ανάγκη να είναι έμπονος. Να είναι μία κραυγή προς τον Θεό. Μόνο όταν ο νους μας είναι στραμμένος ολοκληρωτικά, εκτοξευμένος θα λέγαμε στον Θεό, τότε μόνο μπορούμε να ελπίζουμε ότι η προσευχή μας εισακούσθηκε στον ουρανό ως τον θρόνο του Θεού.

Είναι πράγματι μεγάλη η τιμή που μάς κάνει ο Θεός, να μάς προσκαλεί να γίνουμε σαν Αυτόν, θεοί κατά χάριν. Και θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτή η πρόσκληση απευθύνεται σε όλους εμάς και σε κάθε άνθρωπο κάθε εποχής αρκεί εμείς να αποδεχθούμε αυτήν την πρόσκληση.

Ας ακολουθήσουμε και εμείς την πορεία των Πατέρων μας στην εν Χριστώ ζωή, έχοντας ως θεμέλια το γνήσιο εκκλησιολογικό φρόνημα, την εμπιστοσύνη και την υπακοή στην Εκκλησία γιατί η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και τη χαρά στη ζωή μας, διότι η Εκκλησία μας θέλει πάντοτε  χαρούμενους διότι όπως λέει και σε αυτό το θέμα ο μακαριστός Γέροντας Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης, «Η ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία μπορεί να καλλιεργηθεί η ψυχή και να δει και να απολαύσει τον Θεόν, είναι η χαρά, η οποία είναι φυσική και πνευματική˙ ολοκληρώνεται όμως από το Άγιον Πνεύμα, και γίνεται μόνιμη και αστείρευτη και θεόσδοτη.[9]»

Ο Κύριος μάς έδωσε μια υπόσχεση «όποιος με αγαπάει, θα τηρήσει τον λόγο μου. Κι ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει, και θα έρθουμε σ’ αυτόν και θα κατοικήσουμε μαζί του»[10]. Ας αξιοποιήσουμε και εμείς τον καιρό μας ζώντας κατά το θέλημα του Θεού. Σε αυτήν την πορεία έχουμε συνοδοιπόρο την Υπεραγία Θεοτόκο. Ποιος από εμάς λέγοντας μόνο, «Παναγία μου!», δεν αισθάνεται την άμεση ανταπόκρισή της, την μητρική της στοργή να τον αγκαλιάζει και να του παίρνει όλους του τους φόβους και τις ανασφάλειες και τις αγωνίες και να τον γεμίζει με χαρά; Επίσης έχουμε συντροφιά όλους τους αγίους, οι οποίοι προσμένουν με ανυπομονησία να μας εισαγάγουν στη Βασιλεία του Θεού.

Ας πορευτούμε λοιπόν κατ’ αυτόν τον τρόπο, με τις ευχές του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας και τότε σίγουρα θα ακούσουμε τη φωνή του Κυρίου μέσα μας να λέει: «Αύτη η καταπαυσίς μου, ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην αυτήν την καρδίαν»[11].

Αμήν. Γένοιτο.

[1]Αρχιμ. Πλακίδα Deseille, Φιλοκαλία, σελ. 83.

[2]Εν Εσόπτρω, τεύχος 68, σελ 19.

[3]Μαρκ. 10,38.

[4]Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Λόγοι εόρτιοι Μυσταγωγικοί, σελ. 43.

[5]Ματθ. 17,21.

[6]Αρχιμ. Μεθοδίου Αλεξίου, Η εν Χριστώ ζωή κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, σελ 171.

[7]Ευχή Θείας Λειτουργίας Προηγιασμένων Δώρων.

[8]Ματθ. 5, 23.

[9]Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Χαρισματική οδός, σελ. 181.

[10]Ιω. 14,23.

[11]Ψαλτήριον.