Επικήδειος λόγος Πανοσιολ. Αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδάκη κατά την κηδεία του Μακαριστού Μητροπολίτου Κυρίλλου

Επικήδειος λόγος στο Δεσπότη μου

Αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδάκη

«Κατέπαυσεν Ιακώβ επιτάσσων τοις υιοίς αυτού, και εξάρας τους πόδας αυτού επί την κλίνην, εξέλιπε. Και προσετέθη προς τον λαόν αυτού. Και επιπεσών Ιωσήφ επί πρόσωπον του πατρός αυτού, έκλαυσεν αυτόν και εφίλησεν αυτόν. Και εκόψαντο αυτόν (πάντες) κοπετόν μέγαν και ισχυρόν σφόδρα. Και εποίησε Ιωσήφ το πένθος τω πατρί αυτού». (Γεν. Μθ’καιΝ)
Σεβ/τατε εκπρόσωπε της A. Θ. Π. του Οικουμενικού ημών Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, Μητροπολίτα Ρόδου κ. Κύριλλε.
Σεβ/τατε εκπρόσωπε της Α.Θ.Μ. του Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας κ. Θεοδώρου Β Μητροπολίτα Ιεραπύτνης και Σητείας κ. Ευγένιε.
Σεβασμιώτατε Αρχιεπίσκοπε Κρήτης κ. κ. Τιμόθεε,
Σεβασμιώτατοι και Θεοφιλέστατε, Αρχιερείς της εν Κρήτη Εκκλησίας.
Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς οι εκτός Κρήτης που οδεύσατε οδούς μακράς για να παραστείτε στην εξόδιο Ακολουθία του Επισκόπου μας.
Πανοσιολογιώτατοι και Πανοσιώτατοι Αρχιμανδρίτες, Αιδεσμιολογιώτατοι και Αιδεσιμώτατοι Πρεσβύτεροι, ευλαβέστατοι Διάκονοι, Οσιώτατοι Μοναχοί και Μοναχές. Κύριε Υπουργέ, κ. Γενικέ Γραμματέα της Περιφέρειας Κρήτης, κύριοι Βουλευτές, Νομάρχες και Πολιτευτές, λοιποί άρχοντες, πενθηφόρε λαέ του Θεού.
Πολύ πικρός είναι τούτος ο κλήρος για τον ομιλούντα, να απευθύνει τον τελευταίο αποχαιρετισμό στον Επίσκοπό του. Παρακαλεί να του επιτρέψετε να μη σταθεί στη διαδρομή της ζωής του αοιδίμου, αλλά να απευθύνει στον ίδιο εγκάρδιο ψέλλισμα.
Πολυσέβαστε Γέροντα,
Αυτό που και μόνο σαν σκέψη με τρόμαζε, τώρα το ζω ως πραγματικότητα, και πόνος αδυσώπητος έχει καταλάβει το είναι μου. Μα πρέπει να μαζέψω τα κομμάτια της ψυχής μου και να αρθρώσω λόγο, εκπροσωπώντας και τους ιερείς σου που τόσο αγάπησες, και σ’ αγάπησαν. Να ανασύρω μέσα από τις αναμνήσεις μου ως άμεσος συνεργάτης σου και συγκάτοικός σου, αυτά που πρέπει να καταθέσω σήμερα στο ξόδι σου.
Θα τολμήσω να κάμω σήμερα, αυτό που μισούσες. Το να μιλήσω δηλαδή εγκωμιαστικά για σένα, μπροστά σου. Γιατί ποτέ στα ονομαστήριά σου επί τόσα χρόνια δεν επέτρεψες να μιλήσω ως εκ της θέσεώς μου, όπως συνηθίζεται. Σήμερα το τολμώ. Γι’ αυτό σου ζητώ να με συγχωρήσεις. Σε παρακαλώ να δεχθείς το καθήκον και την οφειλή μου τούτη σαν ένα μεγάλο ευχαριστώ από τον κλήρο σου, το λαό σου και το συνεργάτη σου.
Σ όλους τους ανθρώπους του Θεού, ανάλογα με τις αρετές που διακρίθηκαν, κάποιος ευαγγελικός λόγος τους ταιριάζει. Δεν δυσκολεύτηκα από την πρώτη στιγμή που με κάλεσες κοντά σου, να καταλάβω, πως σου ταίριαζε απόλυτα ο λόγος που είπε ο Χριστός στους μαθητές του, συνιστώντας ως υπόδειγμα τον εαυτό Του. «Μάθετε απ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία». Έτσι σε ζήσαμε, κι έτσι με το παράδειγμά σου μας δίδαξες, γιατί ήσουνα «πράος και ταπεινός τη καρδία» .Η γαλήνη του προσώπου σου και της όλης συμπεριφοράς σου, ακόμη και σε πολύ δύσκολες ώρες που ανθρωπίνως τα νεύρα δεν αντέχουν , ήταν η μόνιμη εκδήλωση, της σταθερής εσωτερικής σου κατάστασης, που μπορούσε να γαληνέψει ακόμη και τα θηρία. Το γαλήνιο βλέμμα σου, επιδρούσε κατευναστικά και στον πιo ταραγμένο συνομιλητή σου. Δεν άφηνε περιθώρια τρικυμίας. Γι αυτό μπορούσες να είσαι ο κατ εξοχήν ειρηνοποιός, αρετή που όσοι την έχουν , τους μακαρίζει ο Κύριος και υπόσχεται ότι «αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» .
Είχες σπλάχνα οικτιρμών για κάθε πτώση κληρικού σου, όσο μεγάλη κι αν ήταν ,και φρόντιζες να δίνεις πατρικά λύσεις, παρείχες στοργή και προστασία και καιρό μετανοίας. Ποτέ δεν έπαιρνες βιαστικές αποφάσεις. Ποτέ δεν υιοθετούσες κατηγορία. Κι όταν ύστερα από καιρό διαπίστωνες το αληθές του παραπτώματος, σου ήταν αρκετό το να συμβουλέψεις με απίστευτη διάκριση, για να μην προσβάλλεις, να μην πληγώσεις.
Ήσουνα ευγενής στο έπακρον. Και τούτο διότι είχες σπουδάσει την «αρχοντική ευγένεια», κατά την προσφιλή φράση του Γέροντος Παϊσίου, δίπλα στον ομώνυμο της ευγενείας αείμνηστο Γέροντά σου Αρχιεπίσκοπο Ευγένιο, στου οποίου την αγιότητα ακράδαντα πίστευες. Κάθε φορά που μιλούσες για κείνον, βούρκωναν τα μάτια σου, έκτισες παρεκκλήσι του Αγίου Μάρτυρος Ευγενίου στη μνήμη του, και έστησες την προτομή του έξω από το Επισκοπείο, για να τον βλέπεις κάθε μέρα.
Υπήρξες ο άνθρωπος της σιωπής. ‘Όχι γιατί δεν είχες τι να έλεγες, αλλά γιατί ήθελες να μιλάς με περίσκεψη. Και σ’ αυτό το θέμα θα έχεις «καλήν απολογίαν», διότι δεν θα σου ζητηθεί ευθύνη «δια πάντα λόγον αργόν» που καταδικάζει ο Κύριος. Μέσα από το στόμα της φιλόσοφης σιωπής σου, ο κάθε λόγος που έβγαινε, είχε ιδιαίτερο βάρος, που δεν μπορούσε ο συνομιλητής σου να παραθεωρήσει.
Υπήρξες άκακος και αμνησίκακος. Ποτέ δεν κακολόγησες μπροστά ή πίσω του όποιον σε πίκρανε. Η εκδίκηση, ούτε ως λέξη δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο της καρδιάς σου. Είχες μονίμως σε ενέργεια το σπόγγο που έσβηνε από τη μνήμη σου, λάθη και πάθη και ενέργειες εις βάρος σου. ‘Όπως ετόνισε σοφά κάποτε στα ονομαστήριά σου Ιεράρχης που σε γνώρισε σε βάθος υπήρξες αληθώς «0 άνθρωπος και Επίσκοπος της ευχής».
Υπήρξες άκρως ελεήμων εν τω κρυπτώ, κατά το θείο θέλημα. Το γνωρίζουν αυτό καλώς οι ελεηθέντες. Και γι αυτό σου πρέπει ο μακαρισμός «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται». Πολλές μάλιστα φορές έρχονταν ή σου έγραψαν άγνωστοι και σου ζητούσαν χρήματα. Κάποιοι από αυτούς το έκαναν κατ’ επάγγελμα. Και παρά τις επισημάνσεις μου, έδινες σε όλους, υπενθυμίζοντάς μου την εντολή «των αιτούντι σε δίδου». Παράλληλα, ουδέποτε αρνήθηκες εξυπηρέτηση. Με ταπείνωση χτυπούσες πόρτες για να εξυπηρετήσεις, κάνοντας ακόμα και ταξίδια. Πολλοί είναι αυτοί που σου χρωστούνε το ψωμί που τρώνε. Έκανες το καλό και το ξεχνούσες.
Υπήρξες υπόδειγμα φιλοξενίας. Με πάθος αγάπησες αυτή την αρετή, χωρίς να υπολογίζεις χρήματα. Γιατί ήσουνα αφιλάργυρος. Ποτέ δεν σε άκουσα να μιλάς για χρήματα. Ποτέ δε μέτρησες το ποσό του μισθού σου. Δεν ήξερες πόσα έπαιρνες. Ήξερες όμως να τα δίνεις απλόχερα. Κι όταν χρειάστηκαν για την μεγάλη περιπέτεια της υγείας σου δεν είχες, όπως και ο Γέροντάς σου.
Υπήρξες σταθερός στη γνώμη και τις αποφάσεις σου, κι ας σου κόστιζε αυτό. Όχι διότι ήσουνα από τη φύση σου ισχυρογνώμων , αλλά γιατί όταν η συνείδησή σου σε πληροφορούσε για την ευθυκρισία σου, τη σεβόσουνα ως το νόμο που δεν έπρεπε να παραβιάσεις .
Υπήρξες σταθερός στις φιλίες σου, ακόμη και τότε που έτυχε να πληγωθείς. Και τούτο, διότι η καρδιά σου είχε μόνο εισόδους. Ποτέ, και για κανέναν εξόδους.
Υπήρξες φίλος των Αγίων και ιδιαίτερα των Αγίων της τοπικής μας Εκκλησίας, τους οποίους κάθε χρόνο τιμούσες στη μνήμη τους, προέτρεπες να αφιερώνονται σ αυτούς Ναοί και έκτισες ο ίδιος Ναό προς τιμήν πάντων των Κρητών Αγίων Πατέρων των μετασχόντων στις επτά Οικουμενικές Συνόδους, αλλά που δυστυχώς δεν πρόλαβες να εγκαινιάσεις και μάλιστα με τη λαμπρότητα που ονειρευόσουνα. Αύξησες την υμνολογία τους, μας προέτρεπες σε εκδοτικές προσπάθειες, γιατί θεωρούσες ως τη μεγαλύτερη πνευματική μας παρακαταθήκη, απέναντι στην οποία είχαμε μεγάλη ευθύνη. ‘Όλους αυτούς τους Αγίους θα τους βρεις τώρα πρεσβευτές σου μπροστά στο θρόνο του Κριτού.
Υπήρξες ακούραστος λειτουργός, ακόμη και με κλονισμένη υγεία. Ιερουργός άριστος, σοβαρός, ήρεμος, ιεροπρεπής, προσευχόμενος, χωρίς να κάνεις υποδείξεις και παρατηρήσεις. Προεξήρχες στις λατρευτικές συνάξεις, και μιλούσες μόνο με το γλυκύ και πατρικό βλέμμα σου. Στις χειροτονητήριες αντιφωνήσεις σου και στους λόγους κατά τις μοναχικές κουρές, πάντοτε έκλαιγες πλημμυρισμένος από τη συναίσθηση της ευθύνης και των ιερών προσωπικών σου αναμνήσεων .
Ποτέ σου δεν υπήρξες διπλωμάτης. Αντίθετα μάλιστα αποστρεφόσουνα με βδελυγμία τους πονηρούς ελιγμούς και τη συμφεροντοπραξία. Η ευθύτητα σε χαρακτήριζε παράλληλα προς την κρητική σου λεβεντιά. Απαράβατος νόμος της ζωής σου ήταν «το ναι, ναι, και το ου, ου», κάτι που σε προφύλαξε από τη θεοστυγή υποκρισία. Αυτή σου η ευθύτητα, η ευθύτητα του άνδρα και του κρητικού, σου προσέδωσε το μεγάλο κύρος, το οποίο τιμούσε κι εμάς όπου βρισκόμασταν και λέγαμε, «είμαστε του Γορτύνης».
Αγαπούσες όλους τους κληρικούς σου, γι αυτό και θεληματικά, δεν αδίκησες κανένα. Δεν ήσουνα ο Δεσπότης προϊστάμενος, αλλά ο πρεσβύτερος αδελφός μας. Δεν σου άρεσε να δίνεις εντολές, αλλά μόνο να υποβάλλεις παρακλήσεις και να δίνεις συμβουλές.
Δεν κατέκρινες αυτούς που δεν απέδιδαν ποιμαντικά, αλλά καμάρωνες και ενίσχυες αυτούς που εργάζονταν φιλότιμα.
Δεν ήθελες έργο συγκεντρωτικό, αλλά έδινες την άνεση, την απόλυτη άνεση για να γίνεται έργο ενοριακό. Μας τόνιζες: «όταν πεθάνω δεν θέλω να με θυμούνται για τα έργα μου. Μου φτάνει να συντονίζω το ενοριακό έργο. Ο δίκαιος έπαινος θέλω να ανήκει στους ιερείς μας και στις Μοναχές μας». Γι αυτό και κτίσθηκαν εκατοντάδες Ναοί, δεκάδες ενοριακά πνευματικά κέντρα, καθώς και μοναστηριακά και ενοριακά μουσεία. Γι αυτό συνεχίζει να ανθεί και η φιλάνθρωπη πολιτεία της Καλυβιανής. Πάντοτε φρόντιζες αφανώς να ενεργείς, και φαινόσουνα μόνο καθώς επευλογούσες τα έργα κατά την έναρξη της λειτουργίας των και καθώς απένειμες στους ιερείς σου την ευαρέσκεια της Εκκλησίας.
Η κορωνίδα των χαρισμάτων σου, αυτή που αποτελούσε κατά κοινή ομολογία το χαρακτηριστικό σου γνώρισμα, ήταν η απέραντη καλωσύνη σου.
Αυτή όμως στάθηκε, χωρίς ποτέ να το καταλάβεις, και η αχίλλειος πτέρνα σου.
Τόση ήταν η πηγαία σου καλωσύνη, που δεν σε άφηνε να διακρίνεις κάποιες φορές τα πρόσωπα από τα προσωπεία. Πάντα είχες τον καλό λογισμό, ως απόδειξη της καλοπροαίρετης, της απονήρευτης και ανιδιοτελούς πάστας της ψυχής σου.
Υπήρξες ακόμη, ο Επίσκοπος εκείνος που στάθηκε απόλυτα πιστός στη Μητέρα Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως. Και αυτή την πίστη και την αφοσίωση την αποδείκνυες και την αναθέρμαινες με τις συχνές επισκέψεις σου στο Φανάρι. Τους αγαπητικούς παλμούς της καρδιάς σου για το Ιερό Κέντρο, τους άκουα καθημερινώς.
Την ανυπόκριτη αφοσίωσή σου σ Αυτό, την ψηλάφισα, και ψηλαφώντας την τη σπούδασα. Τη θλίψη σου και τον πόνο σου και την αγανάκτησή σου οσάκις διεκυβεύοντο τα δίκαια του Θρόνου, τα έζησα, όπως έζησα και την διαρκή χαρά σου, γιατί είχες αξιωθεί να καμαρώσεις Οικουμενικό Πατριάρχη, το φίλο και συνταξιώτη σου στη Xάλκη, Παναγιώτατο Βαρθολομαίο.
Το Σεπτό Κέντρο, γνώριζε το ποιόν της προς Αυτό αγάπης σου. Το γνώριζε και το αναγνώριζε, γι αυτό και θα πονέσει για την εκδημία σου. Μα πιότερο θα πονέσει ο Πατριάρχης, προς τον οποίο είμεθα ως πνευματικά σου παιδιά ευγνώμονες για το ενδιαφέρον του καθ όλο το διάστημα της δοκιμασίας σου, με κορυφαία πράξη την υψηλή επίσκεψή Του στο νοσοκομείο ΝΙΜΙΤΣ των Αθηνών .
Και ενώ, Γέροντα, έτσι σε γενικές γραμμές σε γνωρίσαμε, έμελλες να μας καταπλήξεις με μια ακόμη κρυφή σου αρετή. Την ιώβειο υπομονή σου, από την οποία διδάχθηκαν πολλοί, όχι μόνο όσοι είχαν πνευματική σχέση μαζί σου, αλλά και γιατροί, και νοσηλευτικό προσωπικό στην Αθήνα, στην Αμερική, στην Κρήτη. Κανένας γογγυσμός, κανένα παράπονο. Αλλά καρτερία μαρτυρική, υπομονή οσιακή, δοξολογία του θείου ονόματος.
Τούτη την ώρα, Γέροντα, πρέπει να πούμε και το ευχαριστώ, με όση ευγνωμοσύνη διαθέτουμε.
Ευχαριστούμε όλους εκείνους που επί ένα και πλέον χρόνο ανιδιοτελώς ξεσπιτώθηκαν και ξενύχτησαν για να υπηρετήσουν το Χριστό στο πρόσωπο του ασθενούς Επισκόπου μας. Τους ευχαριστούμε για ης υπηρεσίες, τη συντροφιά και την στοργή που του πρόσφεραν.
Ευχαριστούμε και όσους είχαν την προαίρεση αλλά δεν μπόρεσαν , λόγω των δικών τους υποχρεώσεων .
Ευχαριστούμε όλους εκείνους που θερμά προσευχήθηκαν και ιδιαίτερα τους Αγιορείτες Πατέρες όλων των Ι. Μονών, τους Πατέρες του Παναγίου Τάφου, τους Μοναχούς και Μοναχές πολλών Ι. Μονών στων οποίων τη βοήθεια προστρέξαμε.
Ευχαριστούμε τους ιερείς του Ι. Ναού Αγίου Τίτου Ηρακλείου που αποδέχθηκαν αίτημά μας και μετέφεραν στο νοσοκομείο και μάλιστα σε κρίσιμη στιγμή την Τιμία Κάρα του Αποστόλου.
Ευχαριστούμε τον Ηγούμενο της Ι. Μονής Σαγματά Αρχ./τη Νεκτάριο που μετέφερε στο κρεβάτι του πόνου του, λείψανα του θαυματουργού Αγίου Λουκά του Ρώσου, του ιατρού, Επισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας.
Ευχαριστούμε όσους τον επισκέφθηκαν και του ευχήθηκαν και του έδωσαν χαρά και ιδιαίτερα τους αγίους Αρχιερείς.
Ευχαριστούμε όσους συνέδραμαν στην αντιμετώπιση των πολλών εξόδων νοσηλείας στην Ελλάδα και Αμερική .
Ευχαριστούμε όλους τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό των νοσοκομείων και ιδιαίτερα τον κ. Τσοχανταρίδη του Νοσοκομείου NIMΙΤΣ των Αθηνών, τον καθηγητή κ. Κουρούμαλη του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου και τον τοπικό γιατρό κ. Στρατιδάκη. Ευχαριστούμε και τους αποκλειστικούς νοσηλευτές για τις προσπάθειές τους τις οποίες συνόδευε ο σεβασμός και αγάπη.
Άγιοι της τοπικής μας Εκκλησίας, σας τον παραδίδουμε ευλαβώς. Ενώστε τις πρεσβείες σας για την ανάπαυσή του .
Σεβασμία των Ιεραρχών χορεία, ευλόγησε παραμυθητικά τον ιερό κλήρο και το λαό που σήμερα ορφάνεψε.
Αδελφοί συμπρεσβύτεροι, φεύγει σήμερα ο Κύριλλος. Φεύγει ο πατέρας και αδελφός μας.
Λαέ του Θεού, λαέ της Μεσαράς, φεύγει ο καλός σου Δεσπότης.
Πατέρα μας αλησμόνητε, «μη εάσης ημάς ορφανούς» .
Με δάκρυα φιλούμε τα χέρια που μας ευλογούσες.
Με συντριβή φιλούμε τα πόδια σου, για να μας συγχωρήσεις για τις πικρίες που σε ποτίσαμε.
Με ευλάβεια προσκυνούμε το ωμοφόριό σου που ήταν η σκέπη μας.
Με δέος θα σηκώσουμε το πονεμένο σώμα σου ως τον τάφο για να αντλήσουμε την τελευταία ευλογία σου.

Χαλί μακρύ σου στρώνουμε Δεσπότη μας,
ο κλήρος κι ο λαός σου τις καρδιές μας,
και ρένουμε του μισεμού τη στράτα σου
μ’ ευγνωμοσύνης δάκρυα και προσευχές μας.