Από μια παραμονή στην Ι. Μ. Κουδουμά, Δ΄ των Νηστειών 2006

Από μια παραμονή στην Ι. Μονή Κουδουμά

Ευρισκόμενος για άλλη μια φορά στην Οσιοβάδιστη Μονή του Κουδουμά, αφού κατεβήκαμε σιγά – σιγά προς αυτήν, ακριβώς δίπλα στον ερχόμενο φλοίσβο από το Λυβικό Πέλαγος που μας ενώνει άρρηκτα με την Ανατολή της ασκητικής ιερής μνήμης της Αιγύπτου των Αγίων Ασκητών, βρεθήκαμε κάτω από την σκιά των απαράκλητων Αβακόσπηλιων, όπως λέγονται, τα δυσπρόσιτα σπήλαια των Αγίων Αβάδων – Ασκητών αυτής της περιοχής.

Η Ι Μονή, ως πεπληρωμένη αδιάκοπη διαχρονική συνέχεια, από την αισθητή αιωρούμενη αύρα της Αποστολικής χάρης εκ της αποβιβάσεως του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, στους παρακείμενους Καλούς Λιμένες της Κρήτης και έχοντας επιστρέψει μόλις προχθές από το πολύβουο άστυ της κλασικής Αθήνας, άκουσα προσεκτικά, όπως κάθε προσκυνητής από τον κόσμο, εντός της Αγιοτόκου Ι Μονής ταύτης, εντελώς έσωθεν, μέσα μου, βοηθούσης βεβαίως της εξόφθαλμης αντίθεσης των ως άνω δύο διαφορετικών κόσμων, άκουσα έντονα, το εξής ερώτημα: Άραγε ο πλαδαρός κόσμος εισήλθε στο γρανιτένιο Άγιο, μήπως το Άγιο συστέλλεται και κλείνεται σε κάτι τέτοιους βράχους για να διασώζεται από την φθορά ή μήπως έγινε υπάκουο στην θελκτική έξοδο από τις σχισμάδες των βράχων της συνείδησης και απογυμνωμένο καταστρέφει την αίσθηση της δημιουργίας, την σειρά του κόσμου ανακόπτοντας την σταθερή πορεία κάθε μέρας που οδηγεί στους αιώνας των αιώνων;

Θελήσαμε μάλλον την ωραιότητα του κόσμου χωρίς Θεό, του τέλους της Ιστορίας του κόσμου ή της διαιωνίσεώς του, μέσω των διακηρύξεων των πάσης φύσεως μη φυσιολογικών φυσιολατρευόντων, που λένε, να την θέσουμε μακριά από την αιώνια φυσική ωραιότητα του κόσμου του Θεού. Όταν μάλιστα ξεθαμπώσει λίγο ο ορίζοντας, η θολούρα της ζάλης της επίπλαστης δύναμής μας επί των φυσικών πραγμάτων, όταν ανοίξει η αίσθηση της φθαρτότητας, τότε αρχίζει μια έστω προσωρινή ή και ελάχιστη προσέγγιση του φυσικού μεγαλείου του κόσμου του Θεού, ικανή όμως να μας οδηγήσει στο ανείπωτο και καλά φυλαγμένο μυστήριο από τους Αγ. Ασκητές της Εκκλησίας, τους πλέον φυσικούς ανθρώπους της θεωρίας της κατά χάριν θέας του Θεού.

Η φυγή από την σχέση με το φυσικό κόσμο του Θεού δημιούργησε στο παρελθόν ένα σωρό καταγεγραμμένες ιστορίες πόνου, φρίκης και πολέμων που στην εποχή μας συνεχίζεται μέσα από την ισορροπία της αναλογίας των πραγμάτων, μέσα στον πόλεμο της «ειρήνης», με τη κακή διπλωματία, μιας ανθρωπότητας που συνεχώς αναχαιτίζει με τα φερσίματά της την δυνατότητα προσέγγισης στο όντως ωραίο, στην αυτογνωσία και την εσωτερική ζωή.

Μόλις προηγουμένως ακούσαμε και στην τράπεζα ανάγνωσμα από την ζωή του Αγ. Ιωάννου της Κλίμακος. (αύριο θα εορτάσουμε με τες πρεσβείες του την Ιερή μνήμη του) Αν λοιπόν βάλεις τα παραπάνω και αυτά που ακούστηκαν κατά την ανάγνωση, στην λογική των καθημερινών παραθύρων διαλόγου του σήμερα, μπορεί κάποιος που ζει την ζωή των άστεων να διερωτηθεί βάσει του περιτρύγυρού του, τι άραγε από αυτά είναι αληθινό και από την άλλη, μόνο μια ματιά μέσα του και μάλιστα στις κορφές ετούτες και στον απόηχο των σπηλαίων, είναι αρκετό να δει ότι κάποιος κόσμος άλλος, πιο φυσικός, πέρα πιο πέρα, που χάνεται στο αχανές πέλαγος, σε βρέχει σαν απάνεμη ακρογιαλιά, απαλαίνοντας την ασχήμια, βάζοντας τα πετραδάκια της ένα – ένα σε μια σειρά λεπτομερειών, χωρίς στοίχιση, που είναι πάντα γυαλισμένα και καθαρά γιατί κάθε τόσο βρέχονται, είτε σε μπονάτσα αρκετά είτε σε φουρτούνα τα περισσότερα, αποσύροντας στο αθέατο βάθος, μέχρι τα απέναντι της αιγυπτίας των λογισμών, την ακαθαρσία τους και που στην συνέχεια ανταποδίδει μια λεπτή αίσθηση η οποία ανεβαίνει στους οφθαλμούς από την ψυχή ως υγρασία δακρύων, ως εκείνων που έλεγε προηγουμένως το ανάγνωσμα, ως χάρισμα δακρύων, δοσμένο στους ολίγους, για να γεμίζουν τον ωκεανό από το άδειασμα της εξάτμισης εξ αιτίας της χλιαρής πνευματικής ζωής, της απάρνησης του τραβήγματος στις ξεραΐλες που ζούμε.

Θεέ μου, Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, τρομάζω σε κάθε ανάσα μου, μη ποτέ μείνει ο τόπος τούτος απότιστος από τα δάκρυα της μετάνοιας, μη ποτέ στερέψεις το χάρισμα των δακρύων της ψυχής από τους σκληρούς, στεγνούς και άπονους οφθαλμούς μας και από την χαώδη πια διάσταση που χωρίζει το άπειρο έλεός Σου από το κουρσεμένο κόσμο μας!

Μη ποτέ πάψει η έρημος να ανθίζει και να είναι προσανατολισμένη προς τα απέναντι από κει που ακούγεται μέχρι σήμερα και ως εδώ ο ήχος των ανεκλάλητων αναστεναγμών της καρδίας των Ασκητών που πότισε με ποταμούς δακρύων και ιδρώτων, το κοχλάζον κοκκινόχωμα της ερήμου το οποίο κάθε τόσο τα νέφη της ερήμου, το πέμπουν με επιστρώσεις εις τα καθ’ ημάς ενταύθα με ένα λεπτό σύννεφο σκόνης. Από εκείνη που μετακίνησαν με τα γόνατα των μετανοιών οι Ασκητές και βροχής από εκείνη που έχει μέσα την λάσπη των ανθρωπίνων, που όμως μέσα από το ανακάτεμά τους, ξεχωρίζουμε την πνοή ζωής των Ασκητών, για να ραντίσει τελικά αυτό το σύννεφο, αγιαστικά τους ορεινούς όγκους των Αγίων Αστερουσίων Ορέων.

Ως άνθρωπος φθαρτός και απόγονος του Αδάμ με κληρονομημένο το φόβο από το θρόισμα των φύλων των εναπομεινάντων δένδρων που ποτίστηκαν από το παραπάνω σύννεφο, που μαρτυρούν ζωή και συνέχεια, τρομάζω στο ξεφλούδισμά τους αν και μας έχεις διαβεβαιώσει ότι θα είσαι μαζί μας μέχρι της συντελείας των αιώνων. Έχοντας δε στους ταπεινούς ώμους μου και την Αγία δωρεά της Αρχιερατικής αποστολικής χάριτος, κατά συγκατάβαση του ευεργέτου Θεού, ελπίζω και προσεύχομαι στην ακατάπαυστη κατάπεμψη του άπειρου ελέους Του.

Μ’ αυτή την ελπίδα παραδίδουμε στο λογισμό μας σταγόνες ελπίδας από το σύννεφο των Ασκητών και τροφοδοτούμε την αναμονή της καρτερίας ως φτωχοί διακονητές του Ιερού Μυστήριου της Πίστεώς μας που πύργωσε εδώ σ’ αυτό τον Ιερό τόπο ένα αόρατο και ορατό φρούριο ανακαινίσεως και ζωής φυσικής κατά Θεόν.

Καμία κοινοπολιτεία δεν στάθηκε στην έρημο, πολύ περισσότερο στο κόσμο, χωρίς να έχει εστραμμένα τα όμματα προς τον Θεό. Αλήθεια τι επιχειρείται Κύριε μου, από τους κυρίους αυτού του κόσμου τψν λεγομένων μοντέρνων καιρών, της ουδετερότητος του δικαίου που αδιαμφισβήτητα οδηγεί στην κατάφορη αδικία με εκλεπτυσμένη μορφή; Τι κόσμος κτίζεται χωρίς βρεγμένο πυλό και καθαρό ασβέστη που σε μια εκατονταετία τίποτα από τα ανεγειρόμενα δεν θα υπάρχει; Τι ψυχές οικοδομούνται χωρίς ευσπλαχνία και Θεό;

Είναι γνωστά τα ερωτήματα αυτά, αλλά να, όταν απευθύνονται από τους Αγίους Τόπους της Εκκλησίας της Γόρτυνας, αισθάνομαι σαν να ανεβαίνουν πιο γρήγορα στο Θεό. Αυτή η εγγύτητα δεν περιμένω να εξετασθεί από κανένα σκληρό η ήπιο μηχανισμό επιστημονικών αναλύσεων.

Τούτο δε, γιατί η ιδεολογική αντιμαχία μεταξύ επιστήμης και Πίστεως έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η κάθε επαναφορά της με τη μορφή σύγκρουσης λογικής αληθείας και αλόγου θρησκευτικού συγκρητισμού, ως θεάματος και προβολής των ικανοτήτων των πάσης φύσεων σοφών, μας γυρίζει πίσω σε μεσαιωνικές περιόδους που η Ανατολή δεν γνώρισε και όσες φορές τις μιμήθηκε, νόθεψε την Παράδοση της Πίστεως και των Αγιοπατερικών βιωμάτων και στο τέλος το μετάνιωσε πικρά.

Τότε έφτιαξε αστικά διοικητικά κέντρα νεωτέρου ελληνισμού, καλά και ευλογημένα, αλλά και ξέχασε ότι η καρδιά του Γένους φυλάσσεται στα Ιστορικά Κέντρα ως εκείνων των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Ανατολής, με πρώτο το δικό μας, το Κωνσταντινουπόλεως, από το οποίο εκπέμπεται το σύνολο αυτής της αισθήσεως που έχω τούτη την ώρα εδώ, κάτι που μυρίζει από την αγιόσκονη της Εκκλησίας και όχι την αίσθηση της επιβολής προσωπικής αρετής και ευλάβειας του κάθε ενός, ότι δηλαδή δεν μπορεί το πεπερασμένο να χωρέσει το μεγαλείο του ανείπωτου.

Η αίσθηση αυτή δεν λέγεται εδώ ποιητικά, ούτε συναισθηματικά είναι η χάρις που διαπερνά την ψυχή και το σώμα, είναι κάτι των Αγίων Ασκητών που μόλις μερικά μέτρα από εδώ ευωδιάζουν από την ενοίκηση του Αγίου Πνεύματος μέχρι μυελού οστέων αυτών.

Είναι η αίσθηση της ευθύνης ότι πρέπει να πούμε καθαρά στο κόσμο για την διάκριση αγυρτείας και χάρης, για τους Αγίους Του, να δείξουμε την Βασιλεία των Ουρανών και να μορφώσουμε νουν Χριστού και όχι εν τη απουσία τούτων να στερεώνεται ένας χριστιανισμός πού να πείθει με αποδεικτικές μεθόδους με κύριο στόχο την συμπληρωματικότητα που καταργεί την μοναδικότητα των Αγίων Πατέρων και των αγίων τους βιωμάτων.

Θεέ μου, Άναρχε και Αόρατε, Κύριε Ποιητά του ουρανού και της γης, τι ήχος σιωπής είναι αυτός απόψε στην ψυχή! Τι μαρτυρεί και τι αποκαλύπτει από την ατέρμονη αιωνιότητα απόψε αυτή η ευωδία που ανακατεύεται με το θρόισμα της θαλάσσης, της θαλάσσης που πάνω της χαράχτηκαν οι δρόμοι της Ανατολής, με την σκόνη και την ακαταστασία μας; Μήπως ετοιμάζεται η επιστροφή σ αυτούς τους δρόμους που ξεστρατίζουν ακόμα και στα ναυάγια σε καλούς και εύδιους λιμένες;

Κάμε και μη αποστρέψεις ποτέ το πρόσωπό Σου από τούτη την γωνιά. Σ’ ευχαριστώ που για άλλη μια φορά μαζί με το λαό Σου γίνομαι προσκυνητής της Αγίας Σου Πάναγνης Μητέρας, εδώ στο ευλογημένο Μοναστήρι της.

Για πρώτη φορά ήλθα παιδί, άκουγα δε και από οικογενειακή παράδοση περί των ενταύθα θαυμαστών ένεκα της αφιέρωσης ενός προ εμού κατά σάρκα συγγενούς μου που εδώ εκάρη Μοναχός με το όνομα «Μακάριος», την εποχή των Οσίων Παρθενίου και Ευμενίου και ένεκα του οποίου έλαβε και η ταπεινότητά μου το ίδιο όνομα, στην Ι Μονή Αγκαράθου. Πολλά θα μπορούσα να γράψω για κείνα και τα μετέπειτα που κάθε φορά που ευρίσκομαι εδώ τριγυρίζουν στον νου και την καρδιά μου!

Παναγία μου φύλαγε το Μοναστήρι σου και σώσε μας από κάθε παραποίηση της ψυχής μας, από κάθε κακό και κυρίως από τους κάθε φύσεως στεγνούς λογικοκράτες και αγύρτες από πάσης επήρειας κοσμικής που εισβάλει κάθε μέρα από πόρτες και παραθύρια στο Ιερό της Πίστεώς μας.-

Ι. Μονή Κουδουμά, Σάββατο, 1η Απριλίου προς Κυριακή Δ΄ των Νηστειών, του έτους 2006

† Ο Γορτύνης και Αρκαδίας Μακάριος