ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΡΗΤΗΣ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ Α΄ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟΝ 313-823]8 μ. Χ.

Περιοδ. «Ἀναγέννησις» Αριθμ. Φ. 99 Ἰούλιος – Αὔγουστος 1971
Α’

Ἐπ᾽ εὐκαιρία τῆς ἀνακομιδῆς μέρουs ἐκ τῶν τιμίων Λειψάνων τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀvδρέου ἀρχιεπισκόπου Κρήτης τοῦ Ἱεροσολυμίτου ἐκ τῆς Ἐρεσοῦ τῆς Λέσβου, ὅπου το πνεῦμα εἰς χεῖρας τοῦ Κυρίου παρέδωκεν, εἰς τόν παρά τήν Γόρτυναv, ὅπου εὐκλεῶs ἐποίμανε τόν χριστοτερπῆ λαόν τῆς Κρήτης, νεόδμητον μητροπολιτικόν ναόν, ἐθεώρησα καλόν ἐν ἁδραῖς γραμμαῖς νά ἐκθέσωμεν τά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γορτύνης, καί γενικώτερον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, κατά τήν Α΄ Bυζαντινήν περίοδον [313-823)8], εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκει καί τήν ὁποίαν ῥωμαλέως σχεδόν ἐπισφραγίζει ὁ κλεινός οὗτος τῆς Μεγαλοvήσου πρωθιεράρχης.
Καί εἶναι πρός τιμήν τοῦ Ἱεράρχου τῆς vήσου ἡ ἀξιέπαινος αὐτοῦ μέριμνα, ὅπως ἡ ‘Εκκλησία τοῦ τόπου πλουτισθῆ μέ τά λείψανα τῶν μετ᾽ αὐτῆς συνδεομένων ἁγίων, ὡς σημαντικά δέ ἱστορικά γεγονότα δικαίως θεωροῦμεν τήν τε ἐπανακομιδήν τῆς Τιμίας Κάρας του Ἀπ. Τίτου εἰς Ἡράκλειον (15 Mαῒου 1966) καί τήν ἀνακομιδήν λειψάνων τοῦ ἁγ. Ἀvδρέου Κρήτης εἰς Μοῖρες, ὅπου τώρα ἡ ἕδρα τῆς ἱστορικῆς καί περιπύστου Μητροπόλεως Γορτύνης.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης μέ πρωτεύουσαν τήν ἔνδοξον Γόρτυναν, ἱδρυθεῖσα κυρίως ὑπό τοῦ Παύλου, όργανωθεῖσα δέ ἄριστα ὑπό τοῦ Τίτου καί γιγαντωθεῖσα διά τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων της κατά τήν περίοδον τῶν διωγμῶν (62-313 μ. Χ.), εὐρέθη εἰς τάς ἀρχάς τῆς περιόδου ταύτης, καί συγκεκριμένως μέχρι τοῦ τέλους περίπου τοῦ τετάρτου μ. Χ. αἰῶνος, ὡς καί αἱ λοιπαί μητροπόλεις τῆς χριστιανικῆς Οἰκουμένης, αὐτοκέφαλος. Ἐπί τῶν παπῶν ὅμως Σιρικίου (384-398) καί Ἰννοκεντίου τοῦ Α’ (402-417) ἡ μέχρι τότε ἠθική ἁπλῶς ἐπιβολή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Pώμης ἐπί τῆς περιοχῆς τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ, εἰς τό ὁποῖοv καί ἡ Κρήτη συμπεριελαμβάνετο, μετεβλήθη εἰς ἐξουσίαν κανονικήv καίτοι ἡ γεωγραφική αὕτη περιφέρεια ἀπό τοῦ 395 μ. Χ. εἶχεν ὑπαχθῆ πολιτικῶς εἰς τό Ἀvατολικόv ῥωμαϊκόν Κράτος. (Τούτου, ὡς γνωστόν, πρωτεύουσα ἦτο ἡ Κωνσταντινούπολις).
Ἡ Κρήτη μετά τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ ἀπεσπάσθη βιαίως ἀπό τήv σφαῖραν ἐπιρροῆς καί τήν διοικητικήν ἐξάρτησιν τοῦ πάπα τῆς Ρώμης κατά τάς εἰκονομαχικάς ἔριδας ἐπί τοῦ αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Λέοντος Γ’ τοῦ Ἰσαύρου τῷ 732, προσαρτηθεῖσα ἐκκλησιαστικῶς εἰς τόν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τόν ὁποῖον ἔκτοτε ὑπάγεται. Ἡ τοιαύτη βιαία ἀπόσπασις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, μετά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἀνατολ. Ἰλλυρικοῦ γενικώτερον, ἀπό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἐγένετο ἀφ᾽ ἑνός μέν ἕνεκα τῆς ἐχθρικῆς στάσεως τοῦ πάπα ἔναντι τῆς εἰκονομαχικῆς πολιτικῆς τοῦ Βυζαντινοῦ αὑτοκράτορος (ἀφορμή), ἀφ᾽ ἑτέρου δέ διά καθαρῶς πολιτικούς λόγους (αἰτία). Εἴχε δηλαδή τότε ἱδρυθῆ τό Φραγκικόν Κράτος, τό ὁποῖον ἐδέχθη τόν πολιτισμόν μετά τῆς χριστιανικῆς θρησκείας ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης. Ἠσθάνοντο διά τοῦτο οἱ Φράγκοι, καί μάλιστα οἱ ἡγεμόνες των, βαθύτατον σεβασμόν καί ἀῒδιον εὐγνωμοσύνην πρός τούς ἐκπολιτιστάς των Ρωμαίους ποντίφηκας. Οὗτοι μέ τήν σειράν των ἤρχισαν νά συμπαθοῦν περισσότερον τούς νεήλυδας τούτους χριστιανούς παρά τούς χριστιανούς τοῦ Βυζαντίου. Οἱ αὐτοκράτορες τῆς Κ/πόλεως, ὡς ἦτο φυσικόν, τάς τοιαύτας σχέσεις μεταξύ παπῶν καί Φράγκων ἔβλεπαν μετά μεγάλης καχυποψίας, ἐπειδή ἐφοβοῦντο μήπως ἡ ἐκκλησιαστική ἐξάρτησις ἀπό τῆς Ρώμης ἐπιφέρει ἐν καιρῷ καί τήν πολιτικήν ἐξάρτησιν καί τήν ἀπ᾽ αὐτοῦ ἀπόσπασιν τοῦ μεγάλου τμήματος τοῦ Ἀνατολ. Ἰλλυρικοῦ, ἐντός τοῦ ὁποίου γεωγραφικῶς, πολιτικῶς καί ἐκκλησιαστικῶς εὑρίσκετο ἡ μεγαλόνησος Κρήτη. Ἐζήτουν λοιπόν ἀφορμήν διά ν᾽ ἀποσπάσουν καί ἐκκλησιαστικῶς τό Ἀνατολ. Ἰλλυρικόν ἀπό τήν Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης καί ἡ ἀφορμή ἐδόθη μέ τάς εἰκονομαχικάς ἔριδας, ὅπως εἴδομεν.

Περιοδ. «Ἀναγέννησις» Αριθμ. Φ. 100 Σεπτέμβριος 1971
Β’

Ἡ Α’ Βυζαντινή περίοδοs ἐν Κρήτῃ συμπτίπτει μέ τήν σύγκλησιν τῶν μεγάλων τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, εἰς τάs ὁποίαs διετυπώθη ἄριστα εἰς δόγματα καί σύμβολα ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐθεσπίσθησαν οἱ ἱεροί κανόνες διοικήσεως καί λατρείας αὐτῆς καί κατεπολεμήθησαν αἱ πολυώνυμοι αἱρέσεις, αἱ ὁποῖαι ἀπό τῆς προηγουμέvης περιόδου εἶχον ἐμφανισθῆ. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Kρήτης συνεχίζουσα τόν δρόμον τῶν μεγάλων ἀποστολικῶν της παραδόσεων, συνεισφέρει πνευματικῶς εἰς τήν κοινήν προσπάθειαν τῆς καθόλου Ἐκκλησίας νά διαφυλάξῃ τόν θησαυρόν τῆς Πίστεως ἀπό τῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν τῶν διαφόρων αἱρετικῶν, ἀκόμη δέ νά διοργανωθῇ εἰς σύστημα διοικήσεως τοιοῦτον, ὥστε νά ἐξυπηρετῆται πλήρως εἰς τό ἔργον τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς της ἀνά τόν κόσμον. Ἐπίσκοποι τῆς Kρήτης διά ταῦτα λαμβάνουν μέρος εἰς τάς Οἰκουμενικάς καί τάς ἄλλαs μεγάλας Τοπικάς Συνόδους, εἰς τάς ὁποίας -σημειωτέον- ἡ θέσις ἑκάστοτε τοῦ Πρωθιεράρχου τῆς Κρήτης, τοῦ ἐπισκόπου ἤ ἀρχιεπισκόπου Γορτύvης, ὡς ἐλέγετο, ἦτο ἐξόχως διακεκριμένη.
Οὕτως εἰς τήν ἐν Ἐφέσῳ συνελθοῦσαν τῷ 431 μ. Χ. κατά τοῦ αἱρεσιάρχου Νεστορίου Γ’ Οἰκουμενικήν Σύνοδον ὁ Γορτύνης Ἰκόνιος ἤ Εἰκόνιος κατέχει θέσιν λίαν τιμητικήν καί ἔχει τό προβάδισμα καί ἔναντι αὐτοῦ τοῦ μητροπολίτου Κορίνθου Περιγένους.
Eἰς τήν Δ’ Οἰκουμ. Σύνοδον, πού συνῆλθε τῷ 451 εἰς τήν Χαλκηδόνα (παρά τήν Κ)πολιν) κατά τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί τοῦ αἱρεσιάρχου Εὐτυχοῦς, ὁ Γορτύvης Μαρτύριος, παριστάμενος μετά ἕξ (ἀριθ. 6) ἐπισκόπων τῆς Kρήτης, τίθεται δεύτερος μεταξύ τῶν μητροπολιτῶν τοῦ Ἰλλυρικοῦ.
Κατά το 457 ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ὁ Α’. προτείνων εἰς τούς ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς νά ἐκφέρουν τήν γνώμην των περί τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ’ Οἰκουμ. Συνόδου, ἀπευθύνει τήν ἐρώτησίν του καί πρός τούς μητροπολίτας τοῦ Ἰλλυρικοῦ, ἤτοι τούς Θεσσαλονίκης Eὐξίθεον, Κορίνθου Πέτρον, Νικοπόλεως Εὐγένιον, Γορτύνης Μαρτύριον κ. ἄ. ὅπου παρατηροῦμεν, ὅτι ὁ Γορτύνης (δηλ. ὁ Κρήτης) Μαρτύριος τοποθετείται τρίτος μετά τόν Βικάριον – ἔξαρχον, δηλ. τόν Θεσσαλονίκης Εὐξίθεον.
Τήν ἀπαντητικήν ἐπιστολήν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης πρός τόν αὐτοκράτορα Λέοντα ὑπογράφουν οἱ ἐπίσκοποι Κρήτης: Γορτύνης Μαρτύριος, Σουβρίτου Κύριλλος, Ἱεράπυδνας Εὐφρόνιος, Κνωσσοῦ Γεννάδιος, Λάμπης Προσδόκιος, Χερρονήσου Εὐφράτης, Καντάνου Νικήτας καί Kυδωvίας Σέβων.
Εἰς τήν Ε’ Οἰκουμ. Σύνοδον, πού συνῆλθε τῷ 553 Εἰς Κ)πολιν πρόs ῥύθμισιν ζητημάτων, ἀναφυέντων μετά τήν Δ’ Οἰκουμενικήν, ὁ Γορτύνης Θεόδωρος τίθεται πρό τοῦ ἐπισκόπου Φωκᾶ, ὁ ὁποῖος ἀντιπροσώπευε τόν ἀρχιεπίσκοπον τῆς Α’ Ἰουστινιανῆς.
Eἰς τήν ΣΤ’ Οἰκουμ. Σύνοδον, πού συνῆλθε τῷ 680 εἰς Κ)πολιν πρός καταδίκην τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Γορτύνης Βασίλειος ὁ Α’ μετά τῶν μητροπολιτῶν Κορίνθου καί Ἀθηνῶν φέρει τόν τίτλον τοῦ «λεγάτου» (δηλ. τοῦ ἐπισήμου ἀπεσταλμένου) «τῆς ἁγίας Συνόδου τοῦ Ἀποστολικοῦ Θρόνου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης», τόν ὁποῖον (τίτλον) μέχρι τῶν μέσων τοῦ ἕκτου αἰῶνος ἔφερε μόνον ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.

Περιοδ. «Ἀναγέννησις» Αριθμ. Φ. 101 Ὀκτώβριος 1971
Γ’

Εἰς τόν κατάλογον τῶν Πατέρων τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Οἰκουμ. Συνόδου, πού συνῆλθεν ἐπίσης εἰς τήν Κ)πολιν τῷ 691]2, ὁ αὐτός ἀρχιεπίσκοπος Γορτύνης Βασίλειος ὁ Α’ κατέχει τήν πέμπτην θέσιν, τοποθετούμενος μετά τούς μητροπολίτας Καισαρείας, Ἐφέσου, Ἡρακλείας καί Κορίνθου.
Ὅλα αὐτά μαρτυροῦν περί τῆς σπουδαιότητος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί περί τοῦ βαρυσημάντου ῥόλου, πού διεδραμάτισαν οἱ Ἱεράρχαι τῆς Mεγαλονήσου ἐν τῇ ἐπιτελέσει ἔργου ἐκκλησιαστικοῦ εἰς τοπικήν καί ἐκκλησιαστικήν κλίμακα. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Γορτύνης ἠσθάνετο τόν ἑαυτόν του τόσον ἰσχυρόν, ὥστε διεξεδίκει ἀνεξαρτησίαν καί ἀπ᾽ αὐτοῦ τούτου τοῦ ἐξάρχου τοῦ Πάπα Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης. Διακεκριμένος Ἱεράρχης ὑπηρξεν ὁ Γορτύνης Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐκήρυξεν ἔκπτωτον τόν ἐπίσκοπον Λάμπης Ἰωάννην, ἀρνηθείς συνάμα εἰς αὐτόν τό δικαίωμα προσφυγῆς εἰς τόν Πάπαν.
Ὁ Ἰωάννης ὅμως ἤσκησεν ὄχι ἱεραρχικῶς, ἀλλά δι᾽ ἄλλης ὁδοῦ, ἔφεσιν εἰς τόν Πάπαν Βιταλιανόν (657-672), ὁ ὁποῖος καίτοι ἐκήρυξε τάς ἀποφάσεις τῆς Κρητικῆς Συνόδου ἀκύρους καί ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τόν πρόεδρον αὐτῆς ἀρχιεπίσκοπον Γορτύνης Παῦλον, ἐν τούτοις δέν ἐτόλμησε νά τιμωρήσῃ τόν ἐπί διαρκεῖ ἀπειθείᾳ κατηγορύμενον πρωθιεράρχην τοῦτον τῆς Κρήτης, φοβούμενος, μήπως τοῦτο τελικῶς θά κατέληγεν ὄχι εἰς ὄφελος τῶν ἀξιώσεων καί τῆς ἐξουσίας τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ περιφερείᾳ τῆς Μεγαλονήσου.
Eἰς τήν Ζ’ Οἰκουμ. Σύνοδον, πού συνῆλθε τῷ 787 εἰς Νίκαιαν τῆς Βιθυνίας, διά νά καταδικάσῃ τήν Εἰκονομαχίαν, παρίσταται καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης Ἠλίας ὁ Α’ μετά ἐννέα (ἀριθμ. 9) ἐπισκόπων τῆς Kρήτης.
Ἀλλά καί ἄλλοι διακεκριμένοι Ἱεράρχαι ἐμφανίζονται εἰς τήν ἐκκλησίαν κατά τήν Β’ ταύτην περίοδον τῆς ἱστορίας της (δηλ. τήν Α’ Bυζαντινήν), μεταξύ τῶν ὁποίων ἐξέχουσαν ὅλωs θέσιν κατέχουν ὁ Ἅγιος Εὐμένιος, ὁ ἀρχιεπίσκοποs Γορτύνης καί ὁ γνωστός ἐκκλησιαστικός ποιητής καί περίφημος ῥήτωρ, Ἀνδρέαs ὁ Ἱεροσολυμίτης, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται πάντοτε ὡς ἀρχιεπίσκοπος Kρήτης καί παραδόξως οὐδέποτε Γορτύνηs, καίτοι xωρίς οὐδεμίαν ἀμφισβήτησιν ἥδρευεν εἰς τήν Γόρτυνα.
Ἐπίσης ἀξίζει νά σημειώσωμεν, ὅτι κατά τήν περίοδον ταύτην ἡ Κρήτη, ὡς συμβαίνει καί εἰς ὁλόκληρον τήν Χριστιανικήν Οἰκουμένην μέ τήν κατάπαυσιν τῶν διωγμῶν, διακοσμεῖται διά περιλάμπρων ναῶν, τούς ὁποίους, ἰδιαιτέρως εἰς τάς ἕδρας τῶν ἐπισκόπων τῆς νήσου, ἀνακαλύπτει σήμερον ἡ ἀρχαιολογική σκαπάνη. Μεταξύ τῶν ναῶν αὐτῶν συμπεριλαμβάνεται καί ὁ ἀνεγερθείς κατά τόν ἕκτον αἰῶνα μητροπολιτικός ναός τῆς Νήσου εἰς τήν Γόρτυνα, πρός τιμήν τοῦ πρώτου ἐπισκόπου αὐτῆς Ἀποστόλου Τίτου. Ὁ ναός οὗτος ἀπέβη σπουδαιότατον ἐκκλησιαστικόν κέντρον. Σήμερον σώζονται ἐρείπια αὐτοῦ. Τήν σημασίαν τοῦ ναοῦ τούτου τῆς Γορτύνης οὐδείς ναός εἰς τήν Κρήτην ὑπερέβαλε, ἐπειδή ἐντός αὐτοῦ ἱερούργησαν ἅγιοι Πρωθιεράρχαι τῆς Kρήτης, ὅπωs ὁ Εὐμένιος, ἐκεῖ ἐκήρυξαν δεινoί ῥήτορες ὅπωs ὁ Ἀνδρέας, καί πρό πάντων ἐκεῖ κατετέθη εὐλαβῶς ὁλόσωμον τό πάνσεπτον σκῆνος τοῦ Ἀποστόλου Τίτου καί ἐκεῖ ἐφυλάσσοντο μετά πάσης προσοχῆς τά ἱερώτερα καί τιμαλφέστερα κειμήλια τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Kρήτης.

Ἀρχιμ. Θεόδωρος Τζεδάκης
Γραμματεύς Ἱ. Ἐπαρχ. Συνόδου