Ομιλία 25ης Μαρτίου 2012, από τον κ. Αθανάσιο Ανέστη, καθηγητή φιλόλογο, ιστορικό Λυκείου Τυμπακίου, που έγινε στον Ι. Ν. Αγ. Τίτου Τυμπακίου. (2011)

ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ 25ης Μαρτίου[1]

-Σεβασμιότατε,

-Σεβαστοί Πατέρες,

-Έντιμε κ. Βουλευτά,

-Κυρία Δήμαρχε,

-Κύριοι Αντιδήμαρχοι,

-Ελλογιμώτατοι Καθηγητές,

-Εκπρόσωποι και διοικητές των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών,

-Αγαπητοί μαθητές,

-Αγαπητοί Συμπολίτες,

Τον Μάρτιο του 1821 ένα έθνος κοιτάζει τον κατακτητή του με περιφρόνηση και τον τάφο του με αδιαφορία!

Η Ελληνική επανάσταση εκρήγνυται! Το ελληνικό έθνος, μολονότι δεν έχει ακόμη νικήσει ούτε μία φορά στο πεδίο της μάχης, έχει, εντούτοις κερδίσει τον πόλεμο σ’ ένα πεδίο απείρως δυσκολότερο, στο πεδίο του πολιτισμού! Το ελληνικό έθνος έχει κρατήσει την ταυτότητά του σε σχεδόν τετρακόσια χρόνια ξένης κατοχής! Έχει αντισταθεί! Αντίσταση δεν είναι απλώς και μόνο να πάρεις τα όπλα και να ανεβείς στα βουνά. Το δυσκολότερο είναι να μείνεις αυτό που είσαι. Και οι επαναστατημένοι έμειναν αυτό που ήσαν μέσα σ’ ένα πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό μόρφωμα, την Οθωμανική αυτοκρατορία. Και μόνον, λοιπόν, το γεγονός ότι η πληθυσμιακή αυτή ομάδα κρατήθηκε ως οντότητα μέσα σ’ ένα χωνευτήρι λαών για τέσσερεις ολόκληρους αιώνες συνιστά την πρώτη, λαμπρότατη νίκη του ελληνικού γένους, προτού εκκινήσουν τα πολεμικά γεγονότα!

Δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι ένας λαός θα μπορέσει να διατηρήσει την εθνική του ταυτότητα. Πολλοί λαοί, οι οποίοι πέρασαν από την ιστορία, επιτέλεσαν διόλου ευκαταφρόνητα κατορθώματά, αλλά, προϊόντος του χρόνου, συγχωνεύθηκαν μέσα σε ευρύτερα σύνολα και έτσι εξαφανίστηκαν ως ιδιαίτερες εθνικές ομάδες.

Αντίθετα, οι Έλληνες διαθέτουν τεράστιες περγαμηνές πολιτιστικής αντιστάσεως στη μακρότατη ιστορική τους πορεία, και αξίζει τώρα να δούμε ποιες είναι εκείνες οι δυνάμεις που συνέβαλαν στη διατήρηση της ταυτότητάς τους, ειδικά στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής. Οι δυνάμεις αυτές είναι κυρίως πέντε με προεξάρχουσα τη χριστιανική ορθόδοξη πίστη.

H Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο μεγάλος θεσμός του Βυζαντίου που επιβίωσε στο πλαίσιο της Οθωμανικής κατοχής. Ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής, ενώ συνέτριψε την πολιτική ηγεσία του Βυζαντίου, την εκκλησιαστική του υπόσταση τη διατήρησε, για τα δικά του ασφαλώς συμφέροντα, και μάλιστα την επιφόρτισε με επιπρόσθετα καθήκοντα. Βέβαια, πρέπει να τονιστεί ότι πρώτη η Εκκλησία υφίστατο κάθε φορά και τις αυθαιρεσίες των Οθωμανών. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι από τους 159 Πατριάρχες που αρχιεράτευσαν μεταξύ 15ου και 20ου αι. μόνον είκοσι ένας (21) πέθαναν με φυσιολογικό τρόπο, ενώ βρίσκονταν στον θρόνο .

Παρόλα αυτά, η σχετική ελευθερία κινήσεων που αφήνει ο Σουλτάνος στην Εκκλησία τής επιτρέπει να δρα προς όφελος των χριστιανών ραγιάδων, συντηρώντας σχολεία και αγωνιζόμενη για την παύση των εξισλαμισμών. Επίσης, καθώς είναι παρούσα σε όλες ανεξαιρέτως τις τουρκοκρατούμενες ελληνικές κοινότητες, μπολιάζει όλους τους υπόδουλους με κοινό ήθος, κοινές πεποιθήσεις για τα ουσιώδη της ζωής και του θανάτου και υπαγορεύει κοινούς κανόνες ζωής, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο ενότητα και αλληλεγγύη.

Πέραν του κοινού εκκλησιαστικού βιώματος, οι άλλες τέσσερεις δυνάμεις που κράτησαν αρραγή την ενότητα ανάμεσα στις διάσπαρτες τουρκοκρατούμενες κοινότητες ήταν: πρώτον, η κοινή συνείδηση ότι είναι απόγονοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεύτερον, η χρήση κοινού γλωσσικού οργάνου, της ελληνικής γλώσσας, με υπαρκτές πάντοτε τις εξαιρέσεις· τρίτον, η κοινή συνείδηση ότι τελούν υπό ξένο ζυγό και η συνεπακόλουθη αίσθηση της οικονομικής καταπίεσης, και τέταρτον, η κοινή λαϊκή λογοτεχνία.

Και «άργειε να ‘λθει εκείνη η μέρα…». Επιτέλους, όμως, κάποια στιγμή φτάνει ο Μάρτιος του 1821 και οι Φιλικοί κατεβαίνουν στην Πελοπόννησο, για να ξεσηκώσουν τους Έλληνες. Εκεί συναντούν έναν λαό εν πολλοίς ενωμένο χάρη στους προαναφερθέντες παράγοντες, αλλά και πρόθυμο να επαναστατήσει. Οι Φιλικοί αξιοποιώντας τον θρησκευτικό ζήλο των Ελλήνων ραγιάδων, τη δύναμη εκείνη που είχε τη μεγαλύτερη κοινωνική απήχηση, βρίσκουν τον κατάλληλο δίαυλο επικοινωνίας και, υπερκερώντας όποιες δυσκολίες, τους συνεγείρουν.

Τη 17 Μαρτίου ξεσηκώνεται η Μάνη με αρχηγό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Αμέσως μετά η Καλαμάτα πολιορκείται. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός και όλος ο Μοριάς έχει πάρει τα όπλα. Με την ατμόσφαιρα μπαρουτοκαπνισμένη, η εκκλησία ευλογεί, οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι γεμάτοι από θρησκευτικό ζήλο ενθουσιάζονται και ο Διονύσιος Σολωμός χαιρετίζει τη Θρησκεία ως την κυριότερη δύναμη που εμπνέει τον μαχόμενο ελληνισμό:

Σου ‘λθε εμπρός λαμποκοπώντας

η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό

και το δάκτυλο κινώντας

οπού ανεί τον ουρανό

σ’ αυτό, εφώναξε, το χώμα

στάσου ολόρθη Ελευθεριά·

και φιλώντας σου το στόμα

μπαίνει μες στην εκκλησιά.

Η θρυαλλίδα της Επανάστασης επεκτείνεται στην Ανατολική Στερεά. Πέφτουν τα Σάλωνα, υποκύπτει η Λιβαδειά και η Αταλάντη. Πολεμικό ναυτικό προσχωρεί στον Αγώνα: Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά! Λαμπρές οι επιτυχίες των Επαναστατημένων. Οι Οθωμανοί κατατροπώνονται. Ένα κύμα φανατισμού ξεσπά ανάμεσα στους Μωαμεθανούς. Κρεμούν τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ το Άγιο Πάσχα. Ο Σολωμός θρηνεί και δι’ αυτού το πανελλήνιον:

Όλοι κλαύστε· αποθαμένος

ο αρχηγός της Εκκλησιάς·

κλαύστε, κλαύστε· κρεμασμένος

ωσάν νά ‘τανε φονιάς.

Απαγχονίζουν πολλούς μητροπολίτες. Όλος ο ελληνισμός μάχεται. Στην Κρήτη οι επαναστατικές κινητοποιήσεις άρχισαν στα Σφακιά από τις αρχές Απριλίου και εξαπλώθηκαν σε όλο το νησί, αλλά η παντελής έλλειψη όπλων και οι ανελέητες βιαιοπραγίες των Τούρκων ήσαν εμπόδια ανυπέρβλητα. Η Μονεμβασιά και η Πύλος πέφτουν. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί στρέφονται στην Τριπολιτσά, την πρωτεύουσα του Μοριά. Αρχικά, διθύραμβοι ψάλλονται για τις επιτυχίες.

Όμως τα πράγματα αντιστρέφονται. Η Επανάσταση κινδυνεύει να καταπνιγεί από τα δόρατα, όχι του τυράννου, αλλά της διχόνοιας. Παρόλο που τους επαναστατημένους τους ενώνει κοινός στόχος, ξεσπά πάλη ανάμεσά τους για την πολιτική εξουσία στ’ απελευθερωμένα εδάφη, η οποία μειώνει τη στρατιωτική δύναμη των Ελλήνων σ’ επικίνδυνο βαθμό και τους καθιστά έρμαια της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Ο εθνικός μας ποιητής προσπαθεί να τους συνετίσει:

Μην ειπούν στον στοχασμό τους

τα ξένα έθνη αληθινά·

εάν μισούνται ανάμεσό τους

δεν τους πρέπει ελευθεριά.

Τελικά, η Ελευθερία στέφει τους αγωνιστές και δημιουργείται το πρώτο ανεξάρτητο κράτος, εννέα χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης. Το κράτος αυτό φέρει πολλούς περιορισμούς και δεν δικαιώνει τις προσδοκίες των αγωνιστών. Φέρουν όμως και αυτοί ευθύνη, γιατί διαιρέθηκαν. «Πασα βασιλεία μερισθείσα καθ’ ἑαυτῆς ερημοῦται και πασα πόλις η οικία μερισθείσα καθ’ ἑαυτῆς ου σταθήσεται», κατά το αψευδές στόμα του Ιησού Χριστού. Τα σοβαρότερα προβλήματα είναι μέσα σ’ εμάς τους ίδιους, δεν μας τα προκαλούν οι άλλοι!

Ας σεβαστούμε την ιερότητα της ιστορικής τούτης στιγμής! Να τιμήσουμε τους ήρωές μας με πράξεις και όχι λόγια. Και αυτό γίνεται με δύο τρόπους: αναπληρώνοντας τις ελλείψεις τους και αναπαράγοντας τις αρετές τους.

Ν’ αναπληρώσουμε, λοιπόν, τις ελλείψεις των ηρώων μας. Να βρούμε, επιτέλους, τον τρόπο να συνεννοηθούμε. Πρώτα, όμως, όλοι να καθαρίσουμε τις ψυχές μας από τις σκιές. Η αυτοκριτική είναι αναγκαία και συνιστά άθλημα προσωπικής ωριμότητας. Ας μη λησμονούμε το του Παύλου «ουκ εστιν δίκαιος ουδὲ εἷς».

Από την άλλη, ν’ αναπαραγάγουμε τις αρετές των ηρώων μας, τη φλογερή, δηλαδή, χριστιανική πίστη και την ελληνική συνείδηση, τα ζώπυρα εκείνα του γένους μας και της ενότητάς του. Ως προς το πρώτο ας ακούσουμε τον θρύλο της Επανάστασης και ψυχή των εξεγερμένων, τον γέρο του Μοριά, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη να συμβουλεύει τους νέους στην Πνύκα : «Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να τη στερεώσετε, διότι όταν πιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και ύστερα υπέρ Πατρίδος». Αναφορικά με το δεύτερο, την ελληνική μας συνείδηση, ο ρόλος της παιδείας είναι εσαεί καίριος.

Παρά τη διχόνοια και τα μελανά της σημεία, οι πρόγονοί μας Αγωνιστές μάς παρέδωσαν ένα συμβόλαιο Ελευθερίας γραμμένο με το αίμα τους. Όπως λέει και ο Μακρυγιάννης: «Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Το λοιπόν, δουλέψαμε όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός “εγώ”, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς “εγώ”; Όταν αγωνιστεί μόνος του να φκειάση ή να χαλάση, να λέγη “εγώ”, όταν όμως αγωνίζονται πολλοί να φκειάσουν, τότε να λένε “εμείς”. Είμαστε εις το “εμείς” κι όχι εις το “εγώ”».

Να γιατί ο Αγώνας του ’21, στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς, παραμένει διαχρονικός και επίκαιρος για εμάς τους Νεοέλληνες. «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία», θέλει θυσίες για να την αποκτήσουμε και να τη διατηρήσουμε· και προπαντός θέλει ομοψυχία:

Πόσον λείπει, στοχασθείτε,

πόσο ακόμη να παρθεί·

πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,

πάντα εσάς θ’ ακολουθεί.

Ζήτω η 25η Μαρτίου 1821.

Αθανάσιος Σ. Ανέστης,

Φιλόλογος-Ιστορικός, Γενικό Λύκειο Τυμπακίου.

[1] Ο πανηγυρικός είναι βασισμένος στον λόγο του δρος Γεωργίου Α. Ξενή, Επικούρου Καθηγητού της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, με αφορμή τον επίσημο εορτασμό της εθνικής επετείου στον Ι.Ν. Αγίας Νάπας Λεμεσού, στις 25.3.2009.