Βασίλειος Μαρκάκης ο αντιστασιακός Μητροπολίτης Κρήτης

Ο Μακαριστός Επίσκοπος Αρκαδίας  και μετέπειτα Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος
Βασίλειος Μαρκάκης ο αντιστασιακός Μητροπολίτης Κρήτης

Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ ΙΕΡΑΡΧΗΣ  30 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

vasilios

(Από την Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» 19 Ιανουαρίου 1980)

Κλείνουν αυτές τις μέρες 30 χρόνια από τότε που ο Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος Μαρκάκης εξεδήμησε εις Κύριον. Μορφές, σαν αυτή του Σεβασμίου Ιεράρχη Βασίλειου, δεν είναι δυνατό να χάνονται μέσα στο χρόνο και να πνίγονται σε στρώμα λήθης γιατί είναι σα να ρίχνομε στον βαθύ κρατήρα της λησμοσύνης την ίδια την Ιστορία του τόπου μας. Και υπήρξε πραγματικά όσο ζούσε ο σεπτός εκείνος προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κρήτης, ένας από τους ανθρώπους που έγραψαν Ιστορία. Στις κρίσιμες και βαρειές ώρες της Γερμανικής Κατοχής, ο Μητροπολίτης Βασίλειος στάθηκε ορθός και αγέρωχος, γνήσιος Έλληνας, γνήσιος Κρητικός, γνήσιος Πνευματικός ηγέτης της Κρήτης όσο, φυσικά, τον άφησαν οι Γερμανοί να προΐσταται της Κρητικής Εκκλησίας. Και τη στάση του αυτή που ήταν αληθινή Αντίσταση κατά του καταχτητή την πλήρωσε ακριβά, αλλά με την ίδια αξιοπρεπή και μεγαλειώδη σιωπή που ο Χριστός ανέβηκε το Γολγοθά. Δεν εσυνθηκολόγησε ο Βασίλειος αρκούμενος στη θέση που εκείνου μεν του εξασφάλιζε «ησυχία» την ώρα που ο Λαός στέναζε κάτω από την στρατιωτική υποδούλωση και τις οικονομικές στερήσεις. Αντίθετα ύψωσε το ανάστημα του στον ναζισμό με την πίστη και την γαλήνη του ανθρώπου και του ηγέτη, που ήξερε το καθήκον του και δεν εδίστασε να το εκτελέσει, γνωρίζοντας συγχρόνως και το βαρύ τίμημα που θα εκαλείτο να πληρώσει. Απέφυγε μεν την εκτέλεση με παρέμβαση τρίτων, εξορίστηκε όμως στην ηπειρωτική Ελλάδα για να περιφέρει το μεγαλείο της εθελούσιας ταλαιπωρίας του σαν ένα από τα πρώτα παραδείγματα Αντίστασης στον ξένο εισβολέα. Ήταν φυσικό οι ταλαιπωρίες και οι κακουχίες της τρομακτικής εκείνης περιόδου να σημαδέψουν βαθειά τη ζωή του και να υποσκάψουν  την υγεία του, ώστε, όταν αργότερα θα γυρίσει στην Κρήτη με την ψυχή λάμπουσα αλλά το σώμα ερειπωμένο, να μην μπορεί πια να αναλάβει, το χρέος του Ιεράρχη της Κρήτης. Σ᾽ αυτές  τις ακραίες ώρες της ζωής του ο Βασίλειος, εγνώρισε την αγάπη και το βαθύ σεβασμό, στα πρόσωπα του τότε τοποτηρητή Ευγενίου, και του νυν Μητροπολίτη Πέτρας κ. Δημητρίου. Τον Ιανουάριο του 1950 ο Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος ο πρώτος Αντιστασιακός Ιεράρχης έκλεισε τα μάτια για να περάσει στην αθανασία στην καταξίωση της Ιστορίας. Με το θάνατό του, ο αξέχαστος και ακέραιος συγγραφέας του Ρέθεμνου Γιάννης Δαλέντζας που κι αυτός πέθανε με την πίκρα του αυτοεξόριστου στην Αθήνα, πριν μερικά χρόνια, έγραψε τα παρακάτω, σαν ελάχιστο φόρο τιμής προς τον Ιεράρχη:

Το φώς της αληθινής χριστιανικής αγάπης ξεχυνόταν στη σεμνή και αγαθή μορφή του. Απ’ τα πρώτα ακόμα νεανικά χρόνια θέληση πέρα απ’ την ανθρώπινη φύση προόρισε τον άνθρωπο για το σχήμα του καλογερικού του βίου. Μπήκε πολύ νέος στην υπηρεσία των Χριστιανικών ιδανικών.

Ποτίστηκε η αγνή του ψυχή απ’ το νερό το δυναμερό και δροσερό των υπέροχων λόγων του Ναζαρηνού. Αποκαλύφτηκαν οι μυστικοί δρόμοι του προορισμού του, απ’ τις εξαγγελίες της δικαιοσύνης, της αρετής και της αγάπης. Ευλαβική προσκυνήτρια η καρδιά του απόθεσε ταπεινά το σφρίγος και τη νεότητα του Βασιλείου στην υπηρεσία του ιδανικού, του καθαρού και ανυπόκριτου Χριστιανισμού. Αντλώντας δυνάμεις απ’ τη προσευχή και απ’ τη φλογερή θέληση και το μεγάλο σκοπό να εξυπηρετήσει τους βασανισμένους και τυραννισμένους συνανθρώπους του. Σ’ όλο το μακρύ καλογερικό βίο είχε σαν έκδηλο κυρίαρχο στοιχείο της φωτεινής δράσης του, την αλληλεγγύη, την εξυπηρέτηση των ανθρώπων και τη προσπάθεια για το ανέβασμα τους ψυχικά, μορφωτικά και βιωτικά. Στα μεγάλα ιδανικά της αγάπης και αδελφοσύνης αφοσιώθηκε ολόψυχα. Ήταν ευτυχισμένος ο Βασίλειος που απάλλαξε το κορμί και την ψυχή απ’ τις βαρειές κληρονομιές  του πάθους και των προκαταλήψεων. Πορεύτηκε το δρόμο του Χριστιανισμού με δύναμη εσώτερη και με κατανόηση πλατύτερη.

Αναδείχθηκε ένας προοδευτικός Ιεράρχης και η σφραγίδα της προσωπικότητας του έμεινε παντού απ’ όπου κι αν πέρασε και βασικά στη μεγάλη του δημιουργία την πρακτική Γεωργική Σχολή Μεσσαράς. Αυτή και μόνο φθάνει να διατρανώσει όλη την προοδευτική ανωτερότητα του Ιεράρχη. Κάποια χειμωνιάτικη μέρα άνοιξαν τα μάτια του μπροστά στο κόσμο αυτό. Στο χωριό Κεραμέ Αγίου Βασιλείου στις 6 του Γενάρη το 1872 γεννημένος από γονείς φτωχούς βιοπαλεστές. Δουλευτάδες σκληροί οι γονείς του ζύμωναν με τίμιο ιδρώτα το ψωμί τους και στο φτωχό προσφάγι σταλαματιές πόνου έσταζε ο μόχθος τους. Η μιζέρια έδερνε το σπιτικό του και τα γύρω χωριά. Μεγαλώνοντας κάποια φλόγα έκαιγε το νεαρό Βασίλειο και βρήκε την εποχή του το δρόμο που ζητούσε η καθαρή καρδιά του στο Μοναστήρι του Πρέβελη. Χαραγμένη βαθειά ήταν στο νου του η πρώτη εντύπωση της ζωής του η δυστυχία των δικών του και χωριανών του, η καταπίεση και η ληστεία των Τούρκων και των συνεργατών τους στη πολιτεία. Έκαμε σκοπό του μεγάλο και δυνατό τη βοήθεια και την απελευθέρωση της Πατρίδας, την ανακούφιση των ανθρώπων απ’ τη φτώχεια όσο περισσότερο μπορούσε να γίνει τη φώτιση τους και τη μόρφωση τους. Στο χωριό Μύρθιο Αγίου Βασιλείου έμαθε τα γράμματα του Δημοτικού Σχολείου. Το ελληνικό σχολείο το έβγαλε στο Ρέθυμνο. Ο ξακουστός Επίσκοπος Λάμπης και Σφακίων Ευμένιος Ξηρουδάκης εκτίμησε την επιμέλεια, την αφοσίωση του στα γράμματα την εργατικότητα και τη σεμνότητα του. Βοήθησε και στάλθηκε υπότροφος του Μοναστηριού του Πρέβελη στη ξακουσμένη Θεολογική Σχολή Χάλκης. Βγήκε με άριστα απ’ τη σχολή κι έφυγε για την Αθήνα. Προσπάθησε να κατέβει στην Κρήτη, ήθελε να’ ρθει στο νησί αμέσως να μεταδώσει τα φώτα και ν’ αρχίσει το μεγάλο του έργο. Δεν τα κατάφερε γιατί η Κρήτη βρισκόταν σε αποκλεισμό. Έμεινε στην Αθήνα και φοίτησε 3 χρόνια στη Νομική Σχολή. Στα 1898 κατέβηκε στην Κρήτη  και ανέλαβε την Διεύθυνση της Σχολής του Αγίου Πνεύματος στον  Άη Βασίλη που μόλις είχε ιδρύσει το Μοναστήρι του Πρέβελη με υπόδειξη του προστάτου Επισκόπου Λάμπης και Σφακίων περίφημου Ιεράρχη Ευμενίου Ξηρουδάκη.

Στη Σχολή αυτή που ήταν ξακουστή την εποχή εκείνη κι έμεινε ιστορική για την μορφωτική και πατριωτική της δράση, εφοίτησαν και πέρα σαν σπουδαίοι άνδρες επιστήμονες και διανοούμενοι, όπως ο αλησμόνητος και μεγάλος ανθρωπιστής Ευστράτιος Φωτάκης. Με τη διεύθυνση του Βασιλείου Μαρκάκη αναδείχθηκε η σχολή αυτή σε κέντρο σπουδαίο πνευματικό, μορφωτικό και πατριωτικό. Εκεί συνεργάστηκε ο Βασίλειος με τον εξαίρετο καθηγητή της Φιλοσοφίας ακούραστο και δραστήριο και ξεχωριστής μόρφωσης άνθρωπο το μακαρίτη τώρα Γυμνασιάρχη Μιχαήλ Πρεβελάκη.

Στα 1900 μετατέθηκε στο Παρθεναγωγείο Ηρακλείου και συνέχισε το λαμπρό μορφωτικό του έργο. Άφησε εποχή για την πολυμάθειά του, την αγαθότητα και τον ωραίο του χαρακτήρα. Ταπεινός σαν Σαμαρείτης και αγαθός Λευίτης. Άνθρωπος με τις δυνατές αστραπές της μορφωτικής του αποστολής στα μάτια φώτιζε και οδηγούσε τα βήματα των μαθητών του, στην κατάχτηση μιάς ηθικής και αληθινά Χριστιανικής μόρφωσης. Τον ίδιο χρόνο σημειώνεται το ξεκίνημα του φωτισμένου Καλόγερου, για το δρόμο των μεγάλων του επιτευγμάτων. Χηρεύει ο Επισκοπικός Θρόνος Αρκαδίας. Υποψήφιοι ήσαν δύο γέροι κληρικοί και τρίτος υποψήφιος σύμφωνα με τον κανονισμό της εκλογάδας. Υποδείχθηκε σαν τρίτος ο Βασίλειος για να εκπληρωθεί ο τύπος. Καμιά φιλοδοξία δεν είχε αλλ’ ούτε και εκδήλωσε επιθυμία. Ο Βασίλειος δεν είχε ματαιόδοξες φιλοδοξίες ήταν μετριόφρονας, πάρα πολύ, απλός και καταδεχτικός και τα ιερατικά αξιώματα τα ένιωθε σαν τεράστια ευθύνη και υποχρέωση σοβαρή. Ήταν 28 χρόνων μόνο τότε κι όμως το αποτέλεσμα ήταν απροσδόκητο για τον Βασίλειο. Εκλέχτηκε Επίσκοπος Αρκαδίας και ύστερα από επικύρωση της εκλογής όπως ο νόμος ώριζε από την Αρμοστεία χειροτονήθηκε Επίσκοπος Αρκαδίας στις 30 Ιουνίου 1902, ήταν τότε ο Βασίλειος 30 χρόνων. Αυτός που είχε την ευτυχία και την ικανοποίηση να τον χειροτονήσει Επίσκοπο ήταν ο μεγάλος του παραστάτης ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος. Έδρα της Επισκοπής είναι οι Άγιοι Δέκα Γόρτυνας, εκεί εγκαταστάθηκε.

Η προϋπάντηση που του έγινε ήταν εξαιρετική και συγκινητική και μεγαλειωδική. Όλος ο λαός της επαρχίας και ο κλήρος τον υποδέχτηκαν με εκδηλώσεις χαράς, τιμώντας τον εξαιρετικό αυτό άνθρωπο που ανέβηκε στον Επισκοπικό Θρόνο τόσο νέος. Αυτό έκαμε τον Βασίλειο να κλάψει από συγκίνηση, ένοιωθε τις ευθύνες του να μεγαλώνουν καθώς έβλεπε πως η Θεϊκή εντολή τον έβαζε επί κεφαλής λαού. Ποθούσε να διδάξει να μορφώσει να φωτίσει. Να προοδεύσει και ν’ ανεβάσει, ψυχικά αλλά και βιωτικά το λαό του.

Τώρα ο Βασίλειος εύρισκε συγκεκριμένα τα μέσα και τον τρόπο να εκφράσει όλες του τις προοδευτικές και δημιουργικές ικανότητες και στο θρησκευτικό και στον κοινωνικό τομέα. Βρήκε την περιοχή της Μεσσαράς με παχύ και αποδοτικό έδαφος αλλά οι γεωργικές δουλειές ήταν χωρίς μέθοδο, χωρίς σύστημα, χωρίς μελέτη. Όλα είχανε ριχτεί στη τύχη και στις καιρικές συνθήκες. Τα μέσα καλλιέργειας ήταν πρωτόγονα, οι χωρικοί είχαν απλές γεωργικές γνώσεις κι έτσι η απόδοση των αγροτών δεν ήταν εκείνη που έπρεπε. Όλη η προσοχή του στράφηκε στη γη. Εδίδασκε προσωπικά ο ίδιος τους χωρικούς και κοντά στη θρησκευτική και ηθική διαπαιδαγώγηση μιλούσε και για τον τρόπο και σύστημα εργασίας για καλλιέργειες και αρρώστιες των φυτών, για κοπρίσματα και κλαδεύματα. Για πρώτη φορά ακούγονταν Ιεράρχης ν’ ασχολείται με κοινωνικά και παραγωγικά έργα και οι χωρικοί στο σεμνό πρόσωπο του Βασίλειου γνώρισαν τον πρωτοπόρο προοδευτικό γεωργό και γεωπόνο της ιστορίας τους.

Την Επισκοπή του είχε πάντοτε ανοιχτή μέρα νύχτα για οποιοδήποτε. Ένας αληθινός και γνήσιος Μυριήλ που ξεπετάχτηκε ολοζώντανος απ’ τις δυνατές και άφθαστες σελίδες του Ουγκώ. Αλλά ανώτερος και τελειώτερος εκείνου, γιατί είχε μέσα του την Κρητική φλόγα και το πνεύμα της δημιουργίας και της αξιοποίησης των Χριστιανικών ιδανικών με πραχτικά αποτελέσματα και ουσιαστικά ωφελήματα. Η δυστυχία θέλει ριζικές λύσεις και όχι τα ψίχουλα της αγαθοεργίας. Δεν ήταν μόνο ο αγαθός και φιλάνθρωπος και ο ανεξίκακος Μυριήλ αλλά και ο καθηγητής, ο γεωπόνος και ο κοινωνικός απόστολος.

Είχε σκοπό του να χτυπήσει την φτώχεια των ανθρώπων και ανεβάζοντας την ψυχή τους κοντά στο Θεό ν’ ανεβάσει παράλληλα και το βιωτικό τους επίπεδο, να κάμει καλλίτερους τους όρους διαβίωσης των ανθρώπων. Συνδυασμός εξαιρετικός του θρησκευτικού Ηγέτη και του Κοινωνιολόγου. Στην υπηρεσία του Χριστού και στην εξυπηρέτηση του Ποιμνίου του ουσιαστικά και αληθινά. Άρχισε μεθοδικά να βάλει μπροστά το σκοπό του, ήθελε να έχει τα υλικά μέσα απαραίτητα για το ξεκίνημα του. Το γεωργικό πρόβλημα της Κρήτης τον απασχολούσε εντατικά και άρχισε να ρίχνει τις σκέψεις του στα μέλη της Μοναστηριακής Επιτροπής Ηρακλείου. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Επίσκοπος Πέτρας και επόπτης του Μητροπολιτικού Θρόνου Τίτος. Ο Επίσκοπος Τίτος άκουσε με ενδιαφέρον τις ωραίες απόψεις του συναδέλφου του Αρκαδίας και τον συγκίνησε το γεωργικό θέμα. Υιοθέτησε την εισήγηση του Βασίλειου και η Μοναστηριακή Επιτροπή Ηρακλείου τη παραχώρηση στην επιτροπή του, του πλουτοπαραγωγικού τμήματος του μετοχίου Βροντησίου Αγίας Παρασκευής. Εκεί γειτονικά με την Επισκοπή του ο Βασίλειος γεμάτος απ’ την ευτυχία που δίνει στον άνθρωπο σαν βλέπει την απαρχή των ονείρων του να πραγματοποιείται έβαλε το μεγάλο θεμελιακό λιθάρι της προόδου για ολόκληρη την Κρήτη. Στο 1917 για την δημιουργία της Γεωργικής Σχολής Μεσσαράς.

Μέρα και νύχτα από κοντά παρακολουθούσε και βοηθούσε προσωπικά για να τελειώσει το κτίριο. Ένοιωθε εκεί σαν σκαπανέας που ανοίγει διάπλατο τον δρόμο να περάσει ο ειρηνικός στρατός των προοδευτικών γεωργικών κατακτήσεων. Η σπουδαιότητα του έργου τον φλόγιζε, τον τόνωνε, τον ενθουσίαζε. Και δεν είχε άδικο. Η γεωργική πρακτική εκπαίδευση έβγαλε τεχνίτες, γεωπόνους, προοδευτικούς γεωργούς που σκορπούσαν σ’ όλη την Κρήτη και φέρνανε νέα συστήματα καλλιεργείας και διαφωτίζανε τους χωρικούς με τρόπους εργασίας σωστούς και αποδοτικούς.

Δικό του έργο είναι και ο δρόμος Αγίας Βαρβάρας Μοιρών. «Όπου υπάρχουν δρόμοι υπάρχει πρόοδος κι έτσι θα μπορώ να επικοινωνώ με το ποίμνιό μου και την πολιτεία δεν φθάνει να μαθαίνωμε πώς να βγάλωμε καλλίτερα και περισσότερα αγαθά αλλά να μπορούμε και να τα διαθέτωμε γρήγορα και σε καλές τιμές».

Έτσι συνήθιζε να λέγει. Ήταν οικονομολόγος λοιπόν ο Ιεράρχης αυτός που με τη δράση τη γεωργική και κοινωφελή έγινε παράδειγμα αλλά και αγαπήθηκε και λατρεύθηκε σαν αληθινός πατέρας και σαν στοργικός ποιμένας. Σεμνά και απλά χωρίς επίδειξη εκτελούσε το χρέος του και ήταν πλημμυρισμένος απ΄ το φώς της δικής του δημιουργίας της ησυχασμένης και καθαρής συνείδησης.

Την σημασία του έργου της Σχολής αυτής την ξέρομε όλοι. Το δημιούργημα του αυτό μιλεί καθαρά για τη μεγαλόπνοη και πρωτόφαντη προσωπικότητα του Βασίλειου. Η δραστηριότητα του ακούραστη και άκαμπτη συνεχιζόταν. Έχτισε εκκλησίες, Σχολεία σε διάφορα χωριά της περιοχής του και υποχρέωνε με τη γροθιά του και με τις παραστάσεις του τις ζωηρές, τους πολιτικάντηδες της περιοχής του, να δείχνουν πρακτικό ενδιαφέρον για τον αγρότη και να κάνουν το κράτος να βοηθά το έργο του.

Αγόρασε με τους μισθούς του απ’ το Εφκάφι το οθωμανικό νεκροταφείο το καθάρισε και έχτισε εκεί άλλη επισκοπή το 1906. Φιλόξενος σε αφάνταστο βαθμό, φιλάνθρωπος στο αποκορύφωμα της έννοιας δεν κρατούσε παρά ότι θα τον συντηρούσε στη ζωή. Όλα τα διέθετε για το λαό του. Ο μεγάλος αυτός Ιεράρχης ήταν η ζωντανή έκφραση του Χριστιανικού Λόγου «Αγαπάτε τον Πλησίον» και τον αγαπούσε με έργα ζωντανά, προοδευτικά, αποδοτικά. Εσημείωσε μια εποχή φωτεινή και σπουδαία και έμεινε στη περιοχή Μεσσαράς σύμβολο ιερωσύνης και ανθρωπισμού.

Στα 1941 προκρίθηκε με παμψηφία Μητροπολίτης Κρήτης από τη Σύνοδο των Πατριαρχείων και ανέβηκε φωτολουσμένος και αγαπημένος του λαού στο θρόνο του Αγίου Τίτου.

Βαρειά απλωνόταν η φοβέρα της γερμανικής κατοχής. Πικρότερη, στυγνότερη  και φοβερή σκλαβιά πλάκωνε την Κρήτη. Στους δυνατούς του ώμους απάνω κάθισε βαρύ το φορτίο μιας καινούργιας, μεγάλης και ιστορικής αποστολής. Η φλογερή πατριωτική ψυχή του Σχολάρχη της Σχολής του Αγίου Πνεύματος, αχτινοβολούσε από θέληση και αποφασιστικότητα για δράση εναντίον των καταχτητών. Ύψωσε το γιγάντιο από τη δράση του ανάστημα πάνω στο θρόνο το Μητροπολιτικό και η φωνή του η συμπυκνωμένη όλων των φοβερών και μεγάλων κραυγών των ρασοφόρων Εθνομαρτύρων Γρηγορίων Παπαφλέσηδων, Χρυσοστόμων ξεχυνόταν βροντερή συνέχεια των επαναστάσεων του ’21, του ’66, του ’97, του 1905 και απλωνόταν σε όλο το νομό Ηρακλείου. Ο Μητροπολίτης κεραύνωνε τους προδότες και δυνάμωνε την ψυχή των ανθρώπων για την Αντίσταση. Έβγαζε Ποιμαντορικές εγκύκλιες και καλούσε παπάδες, λαϊκούς και καλογέρους να διαφωτίσουν το λαό. Να οπλισθεί με θάρρος ν’ αντιμετωπίσει την σκλαβιά και να αντιδράσει με κάθε τρόπο στον καταχτητή. Να κρατήσει ψηλά την τιμή, την αξιοπρέπεια και τον πατριωτισμό του, για να περάσει η μπόρα.

Αυτός ο Ατρόμητος Ποιμενάρχης πάνω απ’ το θρόνο που λάμπρυνε η παρουσία του, βροντοφωνούσε μετά την λειτουργία μέσα στις εκκλησίες θαρρετά παραδειγματίζοντας και δυναμώνοντας τα πλήθη: «ΚΑΛΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ». Και σε κάθε μεγάλη γιορτή φώναζε «ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ». Ο Ιεράρχης ήταν συνεπής στην αποστολή του και ατράνταχτος στο μεγάλο θεόπνευστο έργο του. Αλλά ο Ιούδας δεν έλειψε κι από δω. Προδόθηκε ο Ιεράρχης υβρίστηκε αλλά έμεινε ατάραχος και μεγαλόπρεπος σαν βράχος που κοίταζε με απάθεια τις καταιγίδες να ξεσπούνε απάνω του και τις φουρτούνες να ξεφτίζουν στο γρανίτη του. Δικάστηκε από τους γερμανούς σε θάνατο και τη τελευταία στιγμή ο τότε Γενικός Διοικητής Κρήτης Εμμανουήλ Λουλακάκης κατόρθωσε να αποτρέψει την εκτέλεση.

Ο Ιεράρχης είχε οδηγηθεί στον τόπο της εκτέλεσης περίφανος αλύγιστος και φλογερός κύτταζε με περιφρόνηση τους καταχτητές και οραματιζόταν μπροστά του ολόφωτο το δρόμο της Δόξας που τον περίμενε, ενώ του γνέφανε φιλικά και συναδελφικά ο Παπαφλέσας και ο Χρυσόστομος της Σμύρνης. Στιγμές υπερούσιες συγκλονιστικές και Άγιες ενός ανθρώπου και ενός Ιεράρχη που άρχισε ν’ ανεβαίνει τη σκάλα του Ιακώβ και με το σεμνό του άσπιλο χέρι άγγιζε το Θεό.

Στις 25 Μαρτίου 1942 ελειτούργησε στον Άγιο Μηνά και στο κήρυγμά του καταφέρθηκε ανοικτά εναντίον των κατακτητών. Το επόμενο πρωί 26 Μαρτίου ο ατρόμητος Ιεράρχης συλλαμβάνεται από μια ομάδα της Γκεστάμπο που τον οδηγεί στο αεροδρόμιο Ηρακλείου, τον βάλανε σ’ ένα στρατιωτικό αεροπλάνο τον αποβίβασαν στο Τατόϊ στην Αθήνα και γέροντα άρρωστο οι ανελέητοι τον πέταξαν έξω και τον άφησαν να στρατοκοπά μ’ ένα μπόγο στην πλάτη για την Αθήνα. Έμεινε εκεί σ’ όλη την υπόλοιπη διάρκεια της κατοχής μαζί με τον επίσης εξόριστο και μεγάλο Πατριώτη Ιεράρχη Κισσάμου και Σελίνου Ευδόκιμο Συγγελάκη ο οποίος εξορίσθη και αυτός δια την μεγάλην του στρατιωτική δράσιν κατά την μάχη του Μάλεμε.

Από την εξορία ο Βασίλειος έγραφε, μηνούσε και συμβούλευε με κάθε τρόπο την Μητρόπολή του για την Αντίσταση στον καταχτητή και παρακολουθούσε τις εξελίξεις των κατοχικών γεγονότων αδιάκοπα.

Στις αρχές Φεβρουαρίου 1945 πέρασε από την κλινική Ευαγγελισμός (όπου νοσηλευόταν ο Σεβασμιώτατος μετά από τόσες κακουχίες που πέρασε) ο αιδεσιμότατος ιερέας Νικόλαος Νεονάκης για να πάρει την ευχή του να κατέβει στο ΡΙΜΙΝΙ εις την στρατιωτικήν Διοίκησιν Κρήτης. Ο Σεβασμιώτατος με δακρυσμένα μάτια του λέγει: «Παιδί μου μη φύγεις. Κάθησε να φροντίσεις να με πας στην Κρήτη να μην πεθάνω εδώ. Θέλω να πεθάνω στο ποίμνιο μου. Ο αιδεσιμώτατος πήγε στο Στρατηγείο του Σκόμπη το ανέφερε στον υπασπιστή FAOLER SIDON λέγοντας του ότι ο εξόριστος Μητροπολίτης επιθυμεί να επανέλθει εις Κρήτην. Αφού τα στρατεύματα Κατοχής διαθέτουν ειδικό πολεμικό αεροπλάνο και στις 12 Φεβρουαρίου 1945 μετεφέρθη εις Κρήτην. Του έγινε πολλαϊκή υποδοχή και τιμές αντάξιες στο μεγάλο άνθρωπο.

Λίγο πριν πεθάνει εκάλεσε το συμβολαιογράφο και χάρισε το ιδιόκτητο σπίτι του στους Άγιους Δέκα (η μόνη περιουσία που είχε) στον Τουρισμό. Θα το χάριζε σαν επισκοπή αλλά η έδρα είχε μεταφερθεί στις Μοίρες.

Έτσι με την τελευταία χειρονομία του επεσφράγισε το πνεύμα της προόδου του εκπολιτισμού και της εξέλιξης που τον διέκρινε σ’ όλο το δημιουργικό και σεμνό βίο του.

Ο Βασίλειος Μαρκάκης μπαίνει στην ιστορία της Κρήτης σαν φωτισμένος πρωτοποριακός ιεράρχης και άνθρωπος.