Θ. Λειτουργία εορτής Αγ. Τίτου Τυμπακίου, 25/8/2019.

Λόγος Σεβ. Μητροπολίτου Ἱεραπύτνης καί Σητείας κ. Κυρίλλου

κατά τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου

(Ἱερός Kαθεδρικός Ναός Ἁγίoυ Tίτου Τυμπακίου  24/8/2019).

«Εὐφραίνεται ἐν Κυρίῳ σήμερον ἡ ἑκατόμπολις Κρήτη ἐπί τῇ μνήμῃ τοῦ εὐκλεοῦς Ἀρχιθύτου της, Τίτου τοῦ παμμάκαρος».

 

ΣεβασμιώτατεΠοιμενάρχατῆςἉγιωτάτηςταύτηςκαιἱστορικῆςἹερᾶςΜητροπόλεωςΓορτύνηςκαίἈρκαδίαςκ.κ. Μακάριε,

Εὐλαβέστατοι Ἱερεῖς καί Διάκονοι,

Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες τοῦ τόπου,

εὐλογημένοι καί φιλεόρτοι χριστιανοί,

Μέ πνευματική ἀγαλλίαση καί δοξολογική διάθεση τοῦ Ὀνόματος τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ συναθροιστήκαμε ἀπόψε στόν πανηγυρίζοντα περικαλλή καί ἱστορικό τοῦτο Ἱερό Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, πολιούχου καί προστάτη τῆς πόλεως τοῦ Τυμπακίου, γιά νά τιμήσουμε τή μνήμη τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου καί Πάτρωνα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης. Ἑορτάζει καί πανηγυρίζει ἡ πρωτόθρονη Ἱερά Μητρόπολη Γορτύνης  καί Ἀρκαδίας, καί ὅλη ἡ Αποστολική Ἐκκλησία Κρήτης, διότι ὁ Ἀπόστολος Τίτος εἶναι ἡ δόξα καί τό καύχημα, ὁ εὐεργέτης καί ὁ προστάτης ἅγιος ὅλων τῶν Κρητῶν.

Ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κρήτηςδικαίως  καυχᾶται  καί  σεμνύνεται, διότι ὡς πρῶτο Ἐπίσκοπό της εἶχε τόν ἐκλεκτότερο καί πιστότερο μαθητή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ ἅγιος Τίτος ὑπῆρξε ἀπόλυτα ἀφοσιωμένος καί ὑπάκουος στόν θεοκλητο Ἀπόστολο Παῦλο καί συνοδός καί συνοδοιπόρος του στίς ἀποστολικέςπεριοδεῖες του στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία.

Ὁ Ἀπόστολος Τίτος ἦταν Ἕλληνας στήν καταγωγή (Γαλ. 2,3), πιθανόν ἀπό τήν Ἀντιόχεια. Κατά κάποιους ἐρευνητές ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπό ἐπίσημη γενιά τῆς Κρήτηςκαί ἦταν πολύ μορφωμένος. Ἔγινε Χριστιανός ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο, στόν ὁποῖο εἶχε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀναθέσει τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στά Ἔθνη.  Ὅταν ἦταν εἴκοσι χρόνων ἐτῶν πῆγε στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου καί γνώρισε τόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό. Μάλιστα βρισκόταν στά Ἱεροσόλυμα κατά τήν Σταύρωση, ἦταν ἕνας ἀπό τούς 120 πού ἀναφέρονται στό βιβλίο τῶν Πράξεων (Πράξ. 1,15) πού συμμετεῖχαν στήν ἐκλογή τοῦ Ἀποστόλου Ματθία, καί μετεῖχε στό θαῦμα τῆς Πεντηκοστῆς, ἀκούοντας καί βλέποντας τούς Ἀποστόλους νά κηρύττουν «τά μεγαλεῖα του Θεοῦ» (Πράξ. 2,11).

Συμμετεῖχε στήν Ἀποστολική Σύνοδο, πού συγκλήθηκε τό 49 μ.Χ. στά Ἱεροσόλυμα γιά τό θέμα τῆς ἀντιπαράθεσης μεταξύ τῶν ἐθνικῶν καί τῶν Ἰουδαίων χριστιανῶν τῆς Ἀντιόχειας. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, πού ἀπέκλεισε τήν περιτομή γιά ὅσους προέρχονταν ἀπό τούς ἐθνικούς ὡς μή ἀναγκαία γιά τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία καί ἔπεισε τούς Ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη ὅτι ὁ Μωσαϊκός νόμος δέν ἦταν δυνατό νά ἐπιβληθεῖ καί στούς μή Ἰουδαίους καί πρώην εἰδωλολάτρες, πῆρε μαζί του τόν μαθητή του Τίτο, πού δέν ὑποβλήθηκε σέ περιτομή (Γαλ. 2,1-3), ὡς ζωντανή ἀπόδειξη εὐγενοῦς καρποῦ τοῦ δέντρου τῆς ἐξ Ἐθνῶν Ἐκκλησίας.

Λίγα χρόνια ἀργότερα, τό 62-63 μ.Χ., ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μετά τήν ἀποφυλάκισή του στή Ρώμη, μαζί μέ τόν ἐκλεκτό μαθητή του Τίτο, έρχεται στήν Κρήτη γιά νά θέσει τά θέμελια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, πού εἶχε ὁραματιστεῖ τόν εὐαγγελισμό τῆς Κρήτης νωρίτερα ὅταν λόγῳ κακοκαιρίας, προσόρμισε δέσμιος, γιά λίγες ἡμέρες στούς Καλούς Λιμένες, προσπάθησε νά ὀργανώσει τίς χριστιανικές κοινότητες πού βρῆκε, οἱ ὁποῖες ταράσσονταν ἀπό ἐσωτερικές ἔριδες ἐξ αἰτίας τῆς δράσεως τῶν αἱρετικῶν ψευδοδιδασκάλων.

Τή συνέχιση αὐτοῦ τοῦ δύσκολου ἔργου ἀνέθεσε στόν πρῶτο συνεργάτη καί μαθητή του Ἀπόστολο Τίτο, γεγονός πού μαρτυρεῖ τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν στόν συνεργάτη του. Γιά τήν ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Τίτου στήν Κρήτη ἀντλοῦμε ἀπό τήν πρός Τίτον Ἐπιστολή, μία ἀπό τίς τρεῖς λεγόμενες «ποιμαντικές» ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού παρέχει ὑποδείξεις καί συμβουλές γιά τήν ὀρθή ἐκπλήρωση τῶν καθηκόντων τοῦ Πρώτου Ἐπισκόπου Κρήτης. Ἦταν ἐντολοδόχος καί ἀντιπρόσωπος τοῦ Ἀπ. Παύλου, ἀπό τόν ὁποῖο ἐλάμβανε ὁδηγίες καί ἐντολές στό ἔργο του νά ὀργανώσει τήν Ἐκκλησία τῆς Μεγαλονήσου καί νά ἐγκαταστήσει «κατά πόλιν πρεσβυτέρους». Ἰδιαίτερα στήν Κρήτη τοῦ πρώτου μ.Χ. αἰῶνος ὁ Ἀπόστολος Τίτος εἶχε νά ἀντιμετωπίσει τή δράση τῶν ψευδοδιδασκάλων, πρός τούς ὁποίους ἔπρεπε νά «λαλεῖ ἅ πρέπει τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ», διδάσκοντας, καθοδηγώντας καί ἐλέγχοντας τό ποίμνιό του.

Στήν Ἐπιστολή αὐτή φαίνεται ἡ μεγάλη ἐκτίμηση καί ἀγάπη τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν πρός τόν ἀποδέκτη τῆς Ἐπιστολῆς καί στενό συνεργάτη του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ τόν μαθητή του ἅγιο Τίτο «κοινωνόν», «συνεργόν» καί «τέκνον γνήσιον κατά κοινήν πίστιν» (Τίτ. 1,4), καθώς ἐκτελοῦσε μέ πιστότητα τίς ἐντολές του καί ἐξέφραζε πλήρως τό πνεῦμα του. Μάλιστα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τόν τοποθετεῖ στό ἴδιο ἐπίπεδο μέ τόν ἑαυτό του, ἀνεφέροντας ὅτι πολιτευθήκαμε μέ τό ἴδιο πνεῦμα καί ἐβαδίσαμε στά ἴδια ἴχνη (βλ. Β΄ Κορ. 12,18).

Μέσῳ τῆς πρός Τίτον ἐπιστολῆς του ὁ Ἀπ.  Παῦλος τοῦ παραγγέλει νά διορθώνει τίς ἐλλείψεις καί νά διορίσει πρεσβυτέρους σέ κάθε πόλη (Τίτος 1,5). Ἐπίσης τοῦ ζητᾶ νά ἀντιμετωπίσει τούς ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι πρόβαλαν Ἰουδαϊκούς μύθους ὡς χριστιανική διδασκαλία (Τίτ. 1,11-14).  Δυστυχῶς αὐτό πού ἐπεσήμανε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Τίτον Ἐπιστολή του, ὅτι «εἰσί πολλοί καί ἀνυπότακτοι, ματαιολόγοι καί φρεναπάται… οἵτινες ὅλους οἴκους ἀναπρέπουσι διδάσκοντες ἅ μή δεῖ αἰσχροῦ κέρδους χάριν» (Τίτ. 1, 10-11) ἰσχύει καί γιά σήμερα,καθώς μέ πολλούς τρόπους τό κακό προσπαθεῖ νά καταστεῖ οἰκεῖο στή ζωή τῶν νέων καί τῶν ἐνηλίκων.

Ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Κρήτηςἀναλάμβανε ὅλες τίς δύσκολες ἀποστολές ὅπως παλαιότερα στήν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου (Β΄ Κορ. 7,15) καί διακρινόταν γιά τήν τόλμη, τή δύναμη, τήν εὐστροφία, τό συμβιβαστικό πνεῦμα, τή ρητορική ἱκανότητα καί τόν φλογερό ζῆλο του ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν της πίστεως.

Σύμφωνα μέ τήν ἐκκλησιαστική παράδοση ὁ Ἅγιος Τίτος μέ ἕδρα τή Γόρτυνα ἐκινεῖτο πρός ὅλα τά σημεῖα τῆς Κρήτηςκαίἵδρυσε ἐννέα ἐπισκοπές, στή Γόρτυνα, στήν Κνωσό, τήν Ἱεράπετρα, τήν Κυδωνία, τή Χερσόνησο, τήν Ἐλεύθερνα, τήν Λάμπη, τήν Κίσαμο καί τήν Κάντανο.Στό δύσκολο ἔργο τουεἶχε συνεργάτες στήν Κρήτη τόν Ζηνᾶ, τόν Ἀπολλώ καί τόν Ἀρτεμᾶ. Μόνο γιά ἕνα μικρό χρονικό διάστημα ὁ Ἀπόστολος Τίτος ἔλειψε στή Δαλματία, τή σημερινή Κροατία. Ὅμως μετά τό μαρτύριο τοῦ Ἀποστ. Παύλου, ὁ Ἀπ. Τίτος ἐπέστρεψε μόνιμα στήν Κρήτη, στήν ὁποία ἐργάστηκε ὡς τήν κοίμησή του, γι’ αὐτό καί ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση τόν ἀναγνώρισε πρῶτο Ἐπίσκοπο καί Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας της Κρήτης.Ἔζησε μέ ἁγνεία καί ἀποθνήσκει στή Γόρτυνα ὡς ὁμολογητής τό ἔτος 105 μ.Χ. σέ ἡλικία 94 ἐτῶν.

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης, ὁ μεγάλος ὑμνογράφος καί ἐκ τῶν διαδόχων του στόν Θρόνο τῆς Γόρτυνας, σέ ἐγκωμιαστικό του λόγο γιά τόν Ἀπόστολο Τίτο ἀπαριθμεῖ τά χαρίσματά του καί σημειώνει ὅτι ἦταν: «Ἐπιεικής, εὐπειθής, εὐπρόσιτος, ὑπήκοος, πρός ἀποστολήν εὐσταλής, πρός διακονίαν εὔχρηστος, πρός καταλλαγάς εὐδαίμων, ἀλείπτης τῶν κοπιώντων, τῶν ὑπέρ Χριστοῦ πονούντων ὑπερασπιστής»(Λόγος εἰς τόν Ἀπ. Τίτον, Ρ. G. 97,1149).

Χάρη στόν Ἀπόστολο καί δάσκαλο τῆς οἰκουμένης Παῦλο καί στόν Ἀπόστολο Τίτο, πού ἔθεσαν τά γερά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, οἱ κατά καιρούς κατακτητές τῆς Μεγαλονήσου δέν μπόρεσαν νά νά κάμψουν τό χριστιανικό φρόνημα καί νά ἀφομοιώσουν τόν φιλόθεο λαό μας. Τρεῖς μακρές περίοδοι δουλείας τῶν Κρητῶν ἀπό τούς Ἄραβες Σαρακηνούς (824-961), ἀπό τούς Βενετούς (1204-1669) καί ἀπό τούς Ὀθωμανούς Τούρκους (1669-1898) ἀπέτυχαν νά ἀποχριστιανίσουν τή Μεγαλόνησο, γιατί τό δένδρο τῆς ἀμωμήτου Πίστεώς μας, πού ὁ ἅγιος Τίτος, ὡς ἐντολοδόχος τοῦ Ἁπόστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, φύτευσε στήν Κρήτη, ποτίσθηκε μέ τό αἷμακαίτά ἀσκητικά παλαίσματατῶν Μαρτύρων τῆς πίστεώς μας, ρίζωσε καί ἀπέδωσε μεγάλη καρποφορία. Μέσα στό διάβα τῶν αἰώνων η Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ἀνέξειξε  ἁγίους Ἐπισκόπους, Μάρτυρες, Ὁσίους καί Νεομάρτυρες.

Τόν Ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Γόρτυνας, πρωτεύουσας Κρήτης καί Κυρηναϊκῆς κατά τή Ρωμαϊκή περίοδο, καί καθέδρα τῆς Αποστολικῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἐκλέϊσαν, ἐκτός ἀπό τόν σήμερα τιμώμενο πρῶτο Ἐπίσκοπο της Ἀπόστολο Τίτο, οἱ ἅγιοι Ἱερομαρτυρες Κύριλλος, Πέτρος ὁ Νέος, ἅγιος Εὐτύχιος, οἱ  θαυματουργοί Ἅγιος Μύρων καί Ἅγιος Εὐμένιος, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης καί πολλές ἄλλες μεγάλες μορφές τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ τόπος εἶναι καθαγιασμένος ἀπό τό αἷμα τῶν Ἁγίων Δέκα πανευφήμων Μαρτύρων, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ μισοί ἦταν γενήματα τῆς περιοχῆς. Ἡ περιοχή ὅλη εὐωδιάζει ὀσμήν ἁγιότητος, ἀπό τούς Μάρτυρες καί τούς ἀσκητές τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Μεσαρᾶς. Ἐδῶ πλησίον ἔλαμψαν ὡς ἀστέρες πολύφωτοι οἱ Ἁγιοι Εὐτυχιανοί, δηλ. οἱ αὐτάδελφοι τοῦ ἁγίου Εὐτυχίου Ὅσιοι Εὐτυχιανός καί Κασσιανή, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἐρημίτης ὁ ἐπικαλούμενος Ξένος ἀπό τόν Σίβα Πυργιωτίσσης, τό πλῆθος τῶν ἀγνώστων Ὁσίων ἀσκητῶν τοῦ Ἁγιοφάραγγου, ὁ Ὁσιος Μεθόδιος ὁ ἐν Νιβρύτῳ, οἱ ἐκ τοῦ Μαρτσάλου τῆς Ἱ. Μονῆς Ὁδηγητρίας νέοι κτίτορες τῆς Ἱ. Μονῆς Κουδουμᾶ Ὅσιοι αὐτάδελφοι Παρθένιος καί Εὐμένιος, ὁ νεοφανείς Ὅσιος Χαραλάμπης τῆς Καλυβιανῆς ὁ ἐκ Δαφνῶν, πού χθές ἑορτάσθηκε ἡ μνήμη του, καί οἱ Ὁσιομάρτυρες καί οἱ Ὅσιοι τῆς Ἱ. Μονῆς Καλυβιανῆς. Ποιός μπορεῖ νά ἀγνοήσει ὅτι στά Ἀστερούσια, τό «Ἅγιον Ὄρος» τῆς Κρήτης, πλῆθος ἀνδρῶν ἀσκοῦνταν «ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καί ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς», μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ πρῶτος καταγεγραμμένος ἀσκητής τῆς Κρήτης, ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς ὁ Ἐρημίτης, καί μάλιστα στήν περιοχή τοῦ Ἁγιοφάραγγου ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης διδάχθηκε ἀπό τόν Ὅσιο Ἀρσένιο τόν Ἁγιοφαραγγίτη τή μέθοδο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἡ ὁποία στή συνέχεια διαδόθηκε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀλλοῦ.

Χάρη στό ἔργο καί στά χαρίσματα τοῦ Ἀπ. Τίτου, τήν ὀξύνοια, τόν δυναμισμό, τήν παρρησία, τήν διάκριση, τή διαλλακτικότητα, τή σταθερότητα καί τά ἡγετικά του προσόντα, ἡ ἁγιοτόκος καί ἡρωοτόκος Κρήτη διαθέτει πολλά σεμνεῖα τῆς πίστεώς μας, βυζαντινά καί μεταβυζαντινά μνημεῖα καί ἱστορικά Μοναστήρια καί ἀσκητήρια, καί ἀνέδειξε καί ἀναδεικνύει ἀκόμη καί μέχρι σήμερα διαπρεπεῖς ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες καί λόγιους Ἱεράρχες, πού διέπρεψαν και διαπρέπουν καί ἐκτός τῶν ὁρίων αὐτῆς, ὅπως εἶναι οἱ Πατριάρχες Μελέτιος Πηγᾶς, Κύριλλος Λούκαρις καί Μελέτιος Μεταξάκης.

Ὅλοι μας, ἱερός Κλῆρος καί εὐσεβής λαός, «ὥσπερ παῖδες εὐγνώμονες» ἀποδίδομε στόν πνευματικό μας πατέρα καί παπποῦ καί προστάτη τήν ὀφειλομένη τιμή. Ἡ ἑορτή τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου μέσα στό διάβα τῶν αἰώνων ἀποτελεῖ γιά ὅλους μας ἀφορμή καί παρακίνηση νά τούς μιμηθοῦμε καί νά ἀκολουθήσουμε τά ἴχνη τους. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς τονίζουν ὅτι ἡ ἁγιότητα ἐπιτυγχάνεται διά τῆς μιμήσεως τοῦ Χριστοῦ, καί  τήν ἀκολουθία τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων. Αὐτή ἡ μίμηση τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων εἶναι ἡ καλύτερη τιμή γιά αὐτούς. Νά συναισθανθοῦμε δηλ. τήν εὐθύνη μας ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού σημαίνει σταυρική πορεία, καί νά φυλάσσουμε «τήν ἑνότητα τῆς πίστεως ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης». Ἔτσι θά φθάσουμε στό πλῆρες μαρτύριο τῆς συνειδήσεως καί θά γίνουμε κατ᾿ ἐπίγνωσιν ὁμολογητές τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας στούς δύσκολους καί ὀμιχλώδεις καιρούς πού ζοῦμε.

Ὁ σημερινός καί αὐριανός ἑορτασμός μᾶς καλεῖ νά μήν ἀπαρνηθοῦμε τήν εὐχαριστιακή μνήμη τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας, νά μή γίνουμε ἀπόκληροι τῆς ἀνεκτίμητης κληρονομιᾶς μας, ἀλλά νά συνεχίσουμε νά πορευόμαστε ὡς γνήσια τέκνα τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, θυγατρός τῆς Μητρός Ἁγίας του Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου. Ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου, πού ἕως τόν 9ο αἰώνα φυλασσόταν στήν καθέδρα τῆς πρωτόθρονης Μητροπόλεως τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, στή Γόρτυνα, καί ἀπό τίς 15 Μαΐου τοῦ 1966 επιστράφηκε στή νῆσο μας καί φυλάσσεται ὡς πολύτιμος θησαυρός στόν Ἱ. Καθεδρικό Ναό Ἁγίου Τίτου Ἡρακλείου, μαρτυρεῖ τήν ἱστορική πορεία καί ἑνότητα τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἀποτελώντας μόνιμη πηγή εὐλογίας, χάριτος καί ἁγιασμοῦ γιά τόν ὀρθόδοξο κρητικό λαό.

Εἶναι γνωστές οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ Ἁγίου Τίτου κατά τόν βομβαρδισμό τοῦ Τυμπακίου τό 1941 γιά νά προστατεύσει τήν κωμόπολη ἀπό τά πολεμικά γερμανικά ἀεροπλάνα. Η βόμβα πού ἔπεσε τότε στόν τροῦλλο τοῦ πανηγυρίζοντος σήμερα Ναοῦ καρφώθηκε στό δάπεδο χωρίς νά ἐκραγεῖ. Ἐπίσης κατά τή διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, ὅταν ἀποφασίστηκε ἀπό τή διοίκηση τῶν κατοχικῶν στρατευμάτων Τυμπακίου, ἡ κατεδάφιση τοῦ παλαιοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Τίτου, γιά νά χρησιμοποιηθοῦν οἱ λαξευμένες πέτρες του στά κατασκευαστικά ἔργα τοῦ νέου ἀεροδρομίου, ὁ γερμανός στρατιώτης πού προσπάθησε νά ἀνεβεῖ στήν ὀροφή καί νά ξεκινήσει τήν κατεδάφιση γκρεμίστηκε καί σκοτώθηκε, οἱ δε Γερμανοί στρατιῶτες ἔφυγαν βιαστικά μαζί μέ τόν ἐπικεφαλῆς τους ἀξιωματικό, χωρίς νά πειράξουν τόν παλαιό ναό.

Εὐχηθεῖτε Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Γορτύνης καί Ἀρκαδίας κ.κ. Μακάριε, Ἀρχιθύτα τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς ἱερᾶς καθέδρας, ἄξιε συνεχιστά καί διάδοχε τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου Κρήτης, ὁ προστάτης καί πολιοῦχος τοῦ Τυμπακίου, ἅγιος Τίτος, ὅπως τότε στά σκοτεινά και ἐπώδυνα χρόνια τῆς Γερμανικῆς κατοχῆς, νά συνεχίσει νά περιφρουρεῖ καί νά προστατεύει διηνεκῶς τους κατοίκους τοῦ συνεχῶς ἀναπτυσσόμενου Τυμπακίου, νά διαφυλάττει τήν πρωτεύουσα της Πυργιώτισσας καί ἱστορική ἕδρα τοῦ Δήμου Φαιστοῦ, μέ τούς ἐργατικούς, τίμιους, εὐσεβεις καί φιλόξενους ἀνθρώπους.

Εὐχηθεῖτε Σεβ., ὁ συνέκδημος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Ἀπόστολος Τίτος νά καταπέμψει τήν ἐπουράνια εὐλογία του γιά τόν ἐπανευαγγελισμό ὅλων μας, γιά νἀ ἀποβάλλομε τό σκότος, γιά νά εἰσαχθοῦμε στό γνήσιο φῶς τοῦ Χριστοῦ καί γιά νά κρατηθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι καί σημερινοί Κρῆτες ὀρθοί καί κραταιοί στήν ὀρθόδοξη πίστη, σ᾽ ἕνα συνεχῶς μεταβαλλόμενο καί κλυδωνιζόμενο κόσμο.

Ἄς προσευχηθοῦμε ὅλοι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐγκάρδια στον πρῶτο Ἐπίσκοπο, Πάτρωνα καί  προστάτη τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, «μή παύσῃ πρεσβεύων ὑπέρ πάντων ἡμῶν» στό Θρόνο τοῦ Θεοῦ, καί ἡ εὐλογία του νά συνοδεύει τή ζωή καί τά ἔργα ὅλων μας, προκειμένου νά πορευόμαστε ἀκλινῶς τήν στενήν καί τεθλιμένην ὁδόν τῆς σωτηρί