Ὅταν ἡ κτίση γίνεται Ἐκκλησία –
Ι. ΝΑΟΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΚΡΗΤΗ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΠΛΑΤΑΝΟΥ ΜΕΣΑΡΑΣ
Σχεδιασμὸς καὶ ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ (2008-2010)
Κατὰ τὸν Ἅγ. Γερμανὸ Κωνσταντινουπόλεως «Ἐκκλησία ἐστὶ ἐπίγειος οὐρανὸς ἐν ᾖ ὁ ἐπουράνιος Θεὸς ἐνοικεῖ καὶ ἐμπεριπατεῖ» (P.G. τόμ. 98, σ. 384). Μία τέτοια οὐράνια ἐκκλησία ὁραματίστηκε καὶ θέλησε νὰ δημιουργήσει ἡ Ἐνορία Πλατάνου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας, στὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ.
Ἕνα φωτεινὸ πρωϊνό, τῆς 6ης Ἰουλίου τοῦ 2008, μὲ τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν χάραξης στὸ ἔδαφος τοῦ σχεδίου τοῦ νέου Ναοῦ, καθορίστηκε ὁ προσανατολισμός του, ἀπὸ ἀνατολὴ πρὸς δύση, λαμβάνοντας τὸ ἀποτύπωμα τῆς σκιᾶς τοῦ ἥλιου, τὴ στιγμὴ τῆς ἀνατολῆς του στὸν ὁρίζοντα, κατὰ τὴν ἡμέρα ἑορτῆς τῶν τιμωμένων Ἁγίων στὸν ὑπὸ ἀνέγερση Ναό, δηλαδὴ τὴν πρώτη Κυριακή τοῦ Ἰουλίου·ἀρχαία παράδοση τῶν βυζαντινῶν μηχανοποιῶν, τόσο κατὰ τὴν παλαιοχριστιανικὴ ὅσο καὶ κατὰ τὴν βυζαντινὴ ἐποχή, πλούσια αἰσθητοποιημένη ψυχικὴ κατάθεση εἰς τιμὴν καὶ δόξαν τῶν κάθε φορά τιμωμένων Ἁγίων.
Ὁ νοητὸς Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ποὺ ἀνέτειλε ἐν χρόνῳ, ἐν τῷ κόσμῳ, δι᾽ ἄκραν φιλανθρωπίαν, ἀνατέλλει, καὶ πάλι, κάθε πρωΐ στὸ πρόσωπο τῶν Ἁγίων του, ποὺ καθημερινὰ τιμοῦμε, λατρεύουμε καὶ ἀγαποῦμε καὶ ποὺ μᾶς φωτίζουν καὶ προσανατολίζουν, σὰν τὶς ἀρχαῖες λαμπρὲς φρυκτωρίες, εἰς ὁδὸν γνώσεως καὶ ἀληθείας: «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους» (Λουκᾶς 1,78).
Μὲ τὴ μνήμη ἑνὸς προτύπου, τὸν παλαιὸ βυζαντινὸ Ναὸ τοῦ Ἁγ. Δημητρίου Πηγῆς Ρεθύμνου (11ος αἰ.) ὁ νέος Ναὸς στὸν Πλάτανο σχεδιάστηκε, ὄχι σὰν ἀντίγραφο, ἀλλά σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο τῶν βυζαντινῶν πρωτομαστόρων, ἑρμηνεύοντας δημιουργικὰ ποικίλα στοιχεῖα καὶ μεθόδους κατασκευῆς τῶν μεσοβυζαντινῶν Ναῶν τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Κρήτης, προσαρμόζοντας τὶς ἐπὶ τόπου ἀνάγκες.
Τὸ 90% τῶν λίθων τοῦ Ναοῦ προῆλθαν ἀπὸ παλαιότερο πλούσιο καὶ ἄριστο οἰκοδομικὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ χωριοῦ, ποὺ οἱ ἐνορίτες πρόθυμα καὶ ἀφειδῶς προσέφεραν ἀπὸ τὰ λιθόκτιστα κτίσματα τῶν προγόνων τους. Ἀνάμεσα στοὺς λίθους αὐτοὺς βρέθηκαν καὶ χρησιμοποιήθηκαν πολλὰ λαξευτὰ περίτεχνα λίθινα μέλη, μὲ πολλαπλὰ ἴχνη διαδοχικῶν χρήσεων, προερχόμενα ἀπὸ τόξα, καμάρες, περιθυρώματα, κοσμῆτες, γεῖσα, πεσσούς, γωνιόλιθους σπιτιῶν καὶ ἐργαστηρίων ἄλλων ἐποχῶν, ὅταν ἀκόμη ὑπῆρχε ἄφθονη ἡ ἀγάπη καὶ ἡ γνώση τῶν κανόνων τοῦ ὡραίου καὶ τῆς αἰσθητικῆς. Παλαιὸ περίτεχνο πώρινο ἀνώφλι, μὲ ἀνάγλυφο σταυρὸ στὴν μέση καὶ ἐπιγραφὴ κοσμεῖ, τὴν δυτικὴ θύρα τοῦ Ναοῦ. Ὅπως συμβαίνει σὲ πολλοὺς παλαιοὺς βυζαντινοὺς Ναούς, δημιουργήθηκε ἔτσι ἕνα ὑπαίθριο, διαχρονικὸ μουσεῖο γλυπτικῆς.
Ἦταν, ἄλλωστε, παλαιὰ καὶ διαρκής συνήθεια τῶν βυζαντινῶν, ὅλων τῶν περιόδων, ἡ χρήση παλαιότερου σὲ δεύτερη χρήση οἰκοδομικοῦ ὑλικοῦ, στοὺς ναούς τους, ἀκόμη καὶ στοὺς πλέον λαμπροὺς ἀπὸ αὐτούς, προερχόμενου ἀκόμη καὶ ἀπὸ εἰδωλολατρικοὺς ναούς. Ἡ πρόσληψη καὶ μεταμόρφωση τοῦ παρελθόντος, ὑπῆρξε κύριο γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς τέχνης ἤδη ἀπὸ τὴν αὐγή της.
Οἱ λίθοι αὐτοί, μὲ τὴν ἁπαλὴ φθορὰ τοῦ χρόνου στὴν ἐπιδερμίδα τους, φορεῖς μνήμης, χαρᾶς, πόνου, πληρώματος καθημερινῆς ζωῆς καὶ μόχθου ἀγαπημένων προγόνων, ἐπανασυνδέθηκαν σὰν ψηφίδες σὲ ἕνα νέο πολύχρωμο ψηφιδωτό, σὰν χρυσὲς κλωστὲς σὲ ἕνα νέο Ἐπιτάφιο, πάνω στὸ σῶμα τοῦ νέου κοιμητηριακοῦ Ναοῦ τοῦ χωριοῦ.
Αὐτοὶ οἱ λίθοι πλέον συντροφεύουν τοὺς κεκοιμημένους, ποὺ ἔζησαν μὲ αὐτούς, στοὺς οἴκους τῶν πατέρων τους, καὶ ἴσως κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς λάξευσαν οἱ ἴδιοι.
Στὸν χῶρο τοῦ κοιμητηρίου πλέον αὐτοὶ οἱ λίθοι ἀκοῦν ἀπὸ τώρα καὶ θὰ ἀκοῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς τοὺς ὕμνους καὶ τὶς εὐχὲς τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης καὶ τῶν ἀκολουθιῶν γιὰ τὴν πραγμάτωση, ἐδῶ καὶ τώρα, τῆς θριαμβεύουσας βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς βασιλείας τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν. Ἀκοῦν ἀκόμη τὶς μυστικὲς προσευχές, τὸν καημὸ καὶ τὸν πόνο αὐτῶν ποὺ ψάλλουν στὰ προσφιλῆ τους πρόσωπα τὸν ἐξόδιο ὕμνο τους.
Ὁ Ἅγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης (P.G., τόμ. CLV, κεφ. ΡΚΘ΄,337) γράφει γιὰ τὰ ὑλικὰ κατασκευῆς τοῦ Ναοῦ: «Πᾶσαν ὕλην ὀνόματι Θεοῦ καθαγιασθεῖσαν εὐλαβητέον, καὶ τοὺς κεράμους καὶ λίθους καὶ ξύλα καὶ τὰ λοιπά. Πάντα γὰρ ἡγιασμένα τῷ Θείῳ ὀνόματι, καὶ χάριτος εἰσὶν πλήρη, καὶ μεταδοτικὰ χαρίτων τε καὶ ἁγιασμοῦ».
Ἡ ἄψυχη ὕλη καθαγιάζεται καὶ μεταδίδει χάρη καὶ ἁγιασμό.
Ὁ ἁπλοῦς σταυροειδὴς ἐγγεγραμμένος μὲ τροῦλλο Ναός, ὁ τύπος ναοῦ ποὺ ἐπιλέχθηκε, ἔχει ἐξωτερικὲς διαστάσεις 8,50Χ9,50 μέτρα καὶ ὕψος 9,50 μέτρων. Στὴν κάτοψη διαγράφεται ἐλαφρῶς τὸ σχῆμα τοῦ ἐλεύθερου σταυροῦ. Τέσσερεις μονολιθικοὶ μαρμάρινοι κίονες στηρίζουν μέσῳ τεσσάρων καμαρῶν τὸν ραδινὸ τροῦλλο. Τέσσερα σταυροθόλια καλύπτουν τὰ γωνιαῖα διαμερίσματα. Μικρὸ μονότοξο κωδωνοστάσιο ἀκουμπᾶ πάνω στὴν νότια κεραία τοῦ σταυροῦ. Δύο θύρες, μία δυτικά, καὶ μία νότια ὁδηγοῦν στὸ ἐσωτερικό τοῦ Ναοῦ. Ἑπτὰ συνολικὰ στενὰ παράθυρα, μονόλοβα, δίλοβα καὶ ἕνα τρίλοβο στὴν κεντρικὴ κόγχη τοῦ ἱεροῦ, μαζὶ μὲ τὰ ὀκτὼ μονόλοβα τοῦ τρούλλου, φωτίζουν διακριτικὰ τὸ ἐσωτερικό τοῦ Ναοῦ. Τὸ τοξωτὸ τμῆμα ὅλων τῶν παραθύρων εἶναι πλίνθινο. Στὰ παράθυρα τοῦ τρούλλου τὰ πλίνθινα τόξα εἶναι διπλὰ καὶ περιβάλλονται ἀπὸ πλίνθινη ὀδοντωτὴ ταινία. Ὅλα τὰ μεγάλα τόξα τῶν ὄψεων εἶναι μεικτά, ἀποτελούμενα ἀπὸ θολίτες καὶ πλίνθους καὶ περιβάλλονται καὶ αὐτὰ ἀπὸ πλίνθινη ὀδοντωτὴ ταινία. Ὅλες οἱ στέγες στὴ στέψη τῶν τοίχων ὁριοθετοῦνται μὲ προέχοντα πλίνθινα ὀδοντωτὰ γεῖσα. Ἁπλὰ λίθινα ἐπίκρανα στεφανώνουν τὶς ἐξωτερικὲς παραστάδες καὶ ὁρίζουν τὶς γενέσεις ὅλων τῶν ἐξωτερικῶν τόξων.
Μέσα καὶ ἔξω, τὰ πολλὰ τόξα καὶ οἱ θόλοι, μᾶς θυμίζουν ὅτι ὁ τοῦ Πατρὸς Λόγος, γιὰ νὰ προσλάβει ὅλη τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη».
Ἐξωτερικά, χειροποίητες κοκκινωπὲς πλίνθοι τοποθετημένες ἀνάμεσα στοὺς παλαιοὺς λευκόφαιους λίθους, μὲ γραφικὲς ἀκανονιστίες καὶ ἀτέλειες, χαροποιοῦν τοὺς ἐξωτερικοὺς τοίχους. Τὰ ποικίλα μορφολογικὰ καὶ διακοσμητικὰ στοιχεῖα, οἱ πλίνθινες ὀδοντωτὲς ταινίες, τὰ πλίνθινα ὀδοντωτὰ γεῖσα, οἱ παραστάδες, τὰ πεσσόκρανα, τὰ περιθυρώματα, οἱ ποδιὲς τῶν παραθύρων ζωογονοῦν τὰ ὅρια τῶν ἐπιφανειῶν καὶ τῶν καμπύλων τόξων μὲ ἄνεση καὶ ἐλευθερία, δημιουργώντας μαζὶ μὲ τὰ μεγάλα δομικὰ τόξα τῶν ὄψεων, ἄπειρα παιγνίδια ἀντιθέσεων τοῦ φωτὸς μὲ τὶς σκιὲς καὶ τὰ χρώματα.
Τὸ εὐρέως συμμετρικό, στὴν λεπτομέρειά του γίνεται ἀσύμμετρο. Πολλαπλὰ καὶ ποικίλα ἐπίπεδα τῆς στέγης σὲ παλλόμενο ρυθμό. Τὸ μεράκι τῶν κατασκευαστῶν ἀποτυπώθηκε στοὺς τοίχους, ὅπως στοὺς παλαιοὺς βυζαντινοὺς Ναούς, μὲ ἐμφανῆ ποικιλία στὴν πλοκὴ τῶν λίθων καὶ τῶν πλίνθων, χωρὶς μηχανιστικὴ καὶ ψυχρὴ ἐπανάληψη.
Ἡ χρήση τοῦ παλαιοῦ οἰκοδομικοῦ ὑλικοῦ, μὲ τὶς λαξεύσεις ἀπὸ τὰ χέρια ἱκανῶν μαστόρων καὶ μὲ τὶς φθορὲς τοῦ χρόνου πάνω στοὺς λίθους, κάνει τὴν τοιχοποιΐα νὰ φαντάζει ἐξωτερικὰ μὲ «ἐργόχειρο καὶ ὅλος ὁ ναὸς νὰ μοιάζει κειμηλιοθήκη» (Ν. Γ. Πεντζίκης) οἱ τοῖχοι μοιάζουν μὲ κέντημα, ὅπως ἡ προσευχή, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὴ «τὸ κέντημα τοῦ χρόνου ποὺ καταφέρνει ὥστε ὁ χρόνος ποὺ γεννάει τὸν θάνατό μας, νὰ παύει νὰ εἶναι ἐχθρός, καὶ νὰ πλημμυρίζει τὴν καρδιά μας ἡ ἀγάπη γιὰ νὰ μὴν στεγνώσουμε…» (Ἱερομόναχος Συμεὼν De la Jara).
Τὰ χειροποίητα παλαιοῦ τύπου βυζαντινὰ κεραμίδια αἰσθητοποιοῦν ἕναν ἄλλο ρυθμό, ἕναν ἄλλο κόσμο, ἀλλεπάλληλες σειρὲς κυμάτων σβήνουν στὴ στέψη τῶν τοίχων, στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας.
Στὸ ἐσωτερικό τοῦ Ναοῦ, ὁ ρυθμὸς συνεχίζεται ἤρεμα, διαφορετικά. Τὸ λιγοστὸ φῶς ποὺ περνᾶ ἀπὸ τὰ στενὰ παράθυρα παίζει μὲ τὸ σκοτάδι γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει τὸ χαροποιὸν πένθος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Νοιώθουμε ἀμέσως σὰν τὸν τριήμερο Ἰωνᾶ στὴν κοιλία τοῦ κύτους, ἢ σὰν τὸν Νῶε ποὺ ἔμεινε στὴν Κιβωτὸ ὁλόκληρη σαρακοστή· ἄλλωστε οἱ λέξεις ναὸς καὶ ναῦς (πλοῖο) ἔχουν κοινὴ ρίζα.
Στὴν ὑφὴ τῶν ἐσωτερικῶν ἐπιφανειῶν ἐναλλάσσονται δύο ὑλικά: ἀπὸ τὴ μία τὸ ὁπλισμένο σκυρόδεμα, τὸ τσιμέντο, ἕνα ὑλικό, ἀπαραίτητο, ποὺ ἐκφράζει ἀπόλυτα τὴν ἐποχή μας, ὅπου τὰ πάντα ἔχουν γίνει σκόνη. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ζεστὴ ἐμφανὴς λιθοδομή, ὅπως στοὺς παλιοὺς ναοὺς μὲ τοὺς ξεφτισμένους τοίχους, ἐκεῖ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἰκονίζονται οὐράνιες μορφές, μᾶς θυμίζει τί ἀπομένει νὰ γίνει, τὸν μακρύ μας δρόμο, τὸν διαρκῆ ἀγῶνα ποὺ δὲν τελειώνει ποτέ.
Ἡ ἀνέγερση τοῦ λαμπροῦ αὐτοῦ ναΐσκου δὲν θὰ ἦταν δυνατὴ χωρὶς τὶς προτροπές, εὐχὲς καὶ εὐλογίες τοῦ σεπτοῦ Ποιμενάρχη μας, Μητροπολίτου Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας κ. Μακαρίου. Τὸ ἔργο πῆρε σάρκα καὶ ὀστᾶ χάρις στὸ πάθος καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν παράδοση τοῦ σεμνοῦ ἐφημερίου τῆς Ἐνορίας Πλατάνου π. Νεκταρίου Γουρλεμάκη. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ σχεδιασμοῦ ἐπιθυμοῦσε διακαῶς τὴ δημιουργία ἑνὸς ἐμπνευσμένου καὶ αὐθεντικοῦ βυζαντινοῦ μνημείου, μὲ τὰ παλαιὰ ὑλικά, τὶς παλαιὲς μεθόδους καὶ τεχνικές, σύμφωνα μὲ τὰ πρότυπα τῶν βυζαντινῶν πατέρων μας. Ἀξιέπαινη καὶ ἀποφασιστικὴ ὑπῆρξε καὶ ἡ ἀπεριόριστη γενναιοδωρία τῶν ἐνοριτῶν, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀγκαλίασαν τὸ θεάρεστο αὐτὸ ἔργο.
Ἡ φιλότιμη καὶ ἐπαινετὴ αὐτὴ προσπάθεια τῆς ἐνορίας τοῦ Πλατάνου, ἂς ἀποτελέσει κίνητρο καὶ ὑπόδειγμα γιὰ ἀκόμη λαμπρότερα ἔργα στὴν Ἱ. Μητρόπολη Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας.-
Μοῖρες, Ὀκτώβριος 2010
Μιχαὴλ Χατζηγιάννης
Δρ Βυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς
Ι. Ναός Πάντων των εν Κρήτη διαλαψάντων Αγίων, στο Πλάτανο