Ἐξόδιος ἀκολουθία Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀλεβιζάκη, Ἡγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Βροντησίου, Ὀμιλία Σεβ. κ. Μακαρίου, 16/1/2017.

Ὁμιλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γορτύνης καί Ἀρκαδίας κ. Μακαρίου, κατά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Χριστοφόρου Ἀλεβιζάκη, Ἡγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Βροντησίου, 16/1/2017.

Σεβ. Μητροπολῖτα Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου, κ. κ. Ἀνδρέα, εὐχαριστοῦμε πάρα πολύ γιά τήν παρουσία Σας καί γιά τόν κόπο πού κάματε νά ἔλθετε, παρά τό ὅτι ἔχετε καί Ἐσεῖς τοπική πανήγυρη τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καί ἤλθατε στόν ἱστορικό τοῦτο τόπο γιά νά τιμήσετε ἕνα, ὅπως λέμε στή γλῶσσα τοῦ λαοῦ, παλαιό καλόγερο τῆς Κρήτης.

Κύριε Δήμαρχε, κύριοι ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν καί εὑρυτέρων ἀρχῶν, ἀγαπητοί πατέρες καί ἀδελφοί.

Παρά τό ὅ,τι μέ δυσκολεύει ἡ συγκίνηση νά κινήσω τή γλῶσσα μου καί ἐπειδή δέν θέλω μπροστά στό σκήνωμα τοῦ π. Χριστοφόρου νά πῶ συνηθισμένα πράγματα καί ἐπειδή ἐμεῖς, κληρικοί καί θεολόγοι, βρίσκουμε χωρία, τά μπελονιάζουμε ὡραῖα καί τά παρουσιάζουμε ὅπως θέλουμε, ἀντί τέτοιων λόγων, ἀντί ἐπικηδείου Σεβασμιώτατε, ἀδελφοί καί ἀντί κοπετοῦ καί θρήνου, θέλω μπροστά στό σκήνωμα τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Χριστοφόρου Ἀλυβιζάκη, Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βροντησίου, μίας ἐκ τῶν ἱστορικῶν Μονῶν τῆς Κρήτης, θέλω νά καταθέσω μόνο δυό σκέψεις τῆς καρδιᾶς, γιατί μπροστά στό σκήνωμα αὐτό, δέν χωροῦν παραπανίσια λόγια καί φτωχοί συναισθηματισμοί.

Ὁ λόγος εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἡ Κρήτη στό διάβα της, μ᾽ αὐτό πού ἦταν καί εἶναι, μέ ὅτι οἱ ποικίλες δυνάμεις τοῦ κόσμου τούτου τῆς ἄφησαν ἐπάνω της, ὡς πληγές, περιπέτειες ἤ ὡς ἐνατενίσεις, μέ ὅσα δέχθηκε ἀπό τήν πληθώρα τῶν γύρωθεν αὐτῆς ἐπιδράσεων, ὡς προκλήσεις ἤ ὡς εὐκαιρίες καί τόσα ἄλλα καί ἄλλα καί μπροστά στά κατά καιρούς διλήμματα δέν συνθηκολόγησε μέ λεκτικές καλλιέπειες, χαρακτηριστικό, δυστυχῶς καί τοῦ σύγχρονου ἐκκλησιαστικοῦ χώρου καί δέν ἔμεινε σέ ἄτολμους, πρόσκαιρους θρήνους. Πολύ περισσότερο, μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι αὐτό δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ζυγισμένης ἐπιλογῆς, ἀλλά ὁ μόνος δρόμος τῆς αἰώνιας Κρήτης.

Αὐτή, λοιπόν, ἡ αἰώνια Κρήτη, μά πῶς τό κάνει καί ὅλα, μά ὅλα τά ἀνεβάζει στίς ἀπότομες ψηλές κορυφές τῆς κρητικῆς ρωμαΐικης γενναιοψυχίας; Αὐτή ἡ αἰώνια Κρήτη πού ἐκεῖ στά ριζιμιά τῶν κορυφῶν της, ἐκεῖ τά ἀφήνει ὅλα νά ξεγυμνωθοῦν μπρός στούς τραχεῖς ἀέρηδές της, ἀπό κάθε τί, ὥστε νά ἀναζητήσουν νά ντυθοῦν μέ ὅτι φοριέται σ᾽ αὐτή, τήν Κρήτη, νά κρητικοποιηθοῦν, γιά νά χρησιμοποιήσω ἕνα νεολογισμό, νά κρυσταλώσουν ὑπομονεύοντας, (ἀπό τό ὑπομονή), ἀπό κεφαλῆς μέχρι τά κράνυχα, νά γίνουν λευκή ζύμη πού σκεπάζει τούς χειμῶνες, συνεχές ἀεράκι πού δροσίζει τούς καύσωνες καί ὕδωρ ζωοποιό, ὅπως ρέει ἀπό τίς κεφαλές τῶν τεσσάρων ποταμῶν τῆς κρήνης τοῦ Βροντησιοῦ, τοῦ Φισών, τοῦ Γεών, τοῦ Τίγρεως καί τοῦ Εὐράτου.

Ὁ ὡς ἄνω, λοιπόν, λιτός ἐπενδύτης πού περιέχονται μέσα του οἱ ρίζες τῆς Κρήτης καί στήν περίπτωσή μας, οἱ ρίζες τῆς πάνω ρίζας τοῦ τόπου μας, περιβάλλεται μέ τό ἀρχαϊκό κρητικό ἦθος πού δέν σχηματίζεται ἀπό δυνατότητα ἐπιλογῆς. Αὐτή ἡ ντυμασιά τῆς Κρήτης, ὅλα, μά ὅλα τῆς αἰώνιας Κρήτης τά ἀνεβάζει στίς κορφές της, ἐκεῖ πού τά βλέμματα στρέφονται πρός τά ἄνω, τά δέ ὑπόλοιπα τά ἐγκαταλείπει γιά νά πέσουν μέσα στίς χαράδρες τῆς πρόσκαιρης Κρήτης, ἐκεῖ ὅπου τό βλέμμα περιορίζει τόν ὁρίζοντά του καί σύρεται στήν ἀπόσυρση τῆς ἀδυναμίας.

Τώρα, τόσο οἱ κορφές τῆς Κρήτης ὅσο καί οἱ χαράδρες της ἔχουν μονοπάτια. Μόνο οἱ συχνοί διαβάτες τους μαθαίνουν καλά τά περάσματά τους καί τίς ἐνέδρες τους. Ἡ Κρήτη ἀπό τίς μακρές δοκιμασίες της ἔμαθε ὅτι μόνο τό καταδικό της μονοπάτι εἶναι ἐκεῖνο πού φυλάχθηκε ἀνοικτό πρός τίς ψηλές κορφές τῶν ἰδανικῶν τοῦ Γένους μας, γιά τοῦτο καί τό μονοπάτι αὐτό τό φυλᾶ ἄγρυπνα, γιά νά μή πέσει στά κακοτράχαλα. Ὁ δρόμος αὐτός ἔχει φυσικά ἐπιφάνεια, ἔχει καί βάθος, ἔχει καί σπλάχνα. Στά ἐν λόγῳ σπλάχνα τῆς Κρήτης βρίσκεται τό μοναδικό της βαθύ ἦθος, κτῆμα τῶν μοναχικῶν περιπατητῶν τῶν δρόμων καί τῶν κορυφῶν της καί τῶν φυλάκων της.

Αὐτά τά σπλάχνα, λοιπόν, τῆς αἰώνιας Κρήτης στεροῦνται σήμερα, μόνο ἀπό αὐτό τό μέρος της, δηλαδή τόν παρόντα κόσμο, τόν ἠγαπημένο μας π. Χριστοφόρο καί τόν ἀφήνουν πιό ἐλεύθερο, ἔξω ἀπό τή φροντίδα τῶν προσκαίρων, ὥστε νά περπατήσει ἀκόμα σέ πιό ψηλά μονοπάτια. Νά γιατί, λοιπόν, δέν ἁρμόζουν πρό τοῦ σκηνώματός τούτου, ὅπως προείπαμε παραπανίσια λόγια καί φτωχοί συναισθηματισμοί.

Ἀντί ἐπικηδείου λόγου, λοιπόν, καταθέτουμε αὐτές τίς λιτές σκέψεις συνηδειτοποιώντας ὅμως ὅτι σήμερα προπέμπουμε στήν αἰωνιότητα ἕνα ἄνθρωπο πού τά χαρακτηριστικά του ἦταν ὅλα, μόνο Κρήτη. Σήμερα παραμονή τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου, μίας ἐκ τῶν δύο ἑορτῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βροντησίου, πού ἐπί δεκαετίες ὑπηρέτησε, ὁ ἄνθρωπος αὐτός τῆς Κρήτης, μετατίθεται στήν ἄλλη ζωή. Ἐπί δεκαετίες ὑπηρέτησε ἐδῶ τούς αἰώνιους δρόμους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἕνας ἄνθρωπος ζυμωμένος μέ τή λαϊκή παράδοση τῆς Κρήτης, ντυμένος μέ τήν ὀρθή εὐσέβεια τοῦ Ζαροῦ πού ἀνηφόρησε ἀπό τό χωριό του μέ τά ἐφόδια τῆς εὐλαβοῦς οἰκογένειάς του καί ἦλθε στό Μοναστῆρι τοῦτο γιά νά βρεθεῖ πιό κοντά στή τροφοδοσία πού κατεβαίνει ἀπό τίς ὑπερκείμενες κορυφές καί γιά νά βρίσκεται ἐπί τῶν πηγῶν τῶν ὑδάτων.

Χωρίς νά στηριχθεῖ ἤ νά ξηπαστεῖ ἀπό τεχνητές διαμορφώσεις ἦθους, κι᾽ αὐτό τῶν καιρῶν μας κακό, παρέμεινε στήν προειρηθεῖσα κρητική εὐλάβεια μέ ὑπόσχεση χρέους ἔναντι τῆς διακονίας του πού ὑφαίνεται ἀπό τήν καλωσύνη, τήν ἀφιέρωση στόν Θεό, τή φιλοξενία καί τό βαθύ σεβασμό γιά τή μετάνοιά του.

Δέν χρειάστηκε νά χρησιμοποιήσει τά διάσημα τοῦ Ἡγουμένου γιά νά πείσει τό ποιός εἶναι ἤ ὅτι κάποιος δῆθεν εἶναι, συνήθης καί αὐτή, σημερινή καταφυγή τοῦ καλλωπισμοῦ τῶν βαθμῶν πού φιλοξενεῖ, μέσα στή γενικότερη εἰκονιστική τῆς ἐποχῆς, τό μπέρδεμα μεταξύ φαντασίας καί πραγματικότητας. Δέν ἀναζήτησε τρόπους γιά νά κατασκευάσει γιά τόν ἑαυτό του μία φαντασιακή πραγματικότητα ὥστε μέσα της νά ἐγκλωβιστεῖ καί ἐκεῖ νά χτίσει μία εἰκόνα, νά κάμει αὐτάρεσκα ἕνα ὅνομα, γι᾽ αυτό δέν ὑποκρίθηκε ποτέ, ἔμεινε γνήσιος, ἀτόφιος, καταδεκτικός, ἐλεήμων, ἐργατικός, προσμονάριος καί σκηταλοδρόμος τῆς πορείας αὐτῆς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καί γιά ὅλους μας, ἔμεινε καί θά μένει, ὁ ὄντως Ἡγούμενος.

Αὐτός, λοιπόν, ὁ Ἡγούμενος ἀνήκει σέ μία γενιά Ἱερομονάχων τῆς Κρήτης καί εἰδικά σέ μερικούς ἀπό αὐτούς, ἄλλοι ἔφυγαν, ἄλλοι ζοῦν, σ᾽ ὅλη τήν Κρήτη, πού ἐκφράζουν τή γνησιότητα τοῦ κρητικοῦ ρωμαΐικου ἦθους, τή γενναιότητα τῆς κρητικῆς ψυχῆς, τήν ἀδιαφήμιστη εὐσέβεια, τήν ἄδολη πίστη καί τήν ἀφοσίωση στήν Ἐκκλησία. Σ᾽ αὐτό τόν χορό, τῶν Ἱερομονάχων τῆς Κρήτης, ἀνήκει καί ὁ Ἡγούμενός μας. Ὁ κρητικός Χριστοφόρος πού πόνεσε καί κοπίασε πολύ γιά τό Μοναστῆρι μας καί πού μέσα στή νυκτερινή μοναξιά δέν φοβήθηκε, δέν σκιάχτηκε, δέν κρύφτηκε, δέν παρέδωσε ποτέ τό χρέος του καί εἶναι γνωστό αὐτό ἀκόμα καί στούς ἐδῶ αἰθέρες πού δέχτηκαν, μερικές φορές, μερικά μπαρουτόβολα πού δήλωναν τό ἀμετακίνητο παρόν τοῦ Χριστοφόρου, στήν προφυλακή του Βροντησίου και του Βαλσαμονέρου.

Τό νά ζεῖς ἀτόφια, νά μήν ὑποκρίνεσαι, νά συμπαρίστασαι στούς ἀνθρώπους, νά δείχνεις καί νά περπατᾶς ντρέτα τά μονοπάτια τῆς Κρήτης, νά ἀποφεύγεις τίς χαράδρες, τίς κακοτοπιές της, δέν εἶναι ὑπόθεση μιᾶς παράδοσης ἤ ἱστορικῆς συνείδησης, τύπου σπουδαστηρίου καί φυσικά δέν γίνεται μέ προκατασκευασμένες θεωρίες, ὑπό τό φῶς τοῦ προβολέα, ἀλλά εἶναι γεγονός βιωματικῆς συνείδησης, ἡ μόνη κληρονομιά μας πού δέν μᾶς ἐγκατέλειψε ποτέ.

Ὁ π. Χριστοφόρος, ἐργάστηκε καί προσέφερε πολλά. Τόν ἀποχωριζόμαστε προσωρινῶς καί κατά τόν προσωρινό αὐτό χωρισμό αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά τοῦ ἐκφράσουμε τή βαθειά εὐγνωμοσύνη καί τήν καρδιακή εὐχαριστία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τῶν Μοναστικῶν Ἀδελφοτήτων καί τοῦ εὐσεβοῦς ποιμνίου τῆς περιοχῆς μας.

Γιά ὅλα εὐχαριστοῦμε π. Χριστοφόρε.

«Γέροντα», τοῦ λέει κάποιος, ὅπως μοῦ μετέφερε ὁ π. Χριστοφόρος, «Γέροντα, καί τώρα πού ὁ Δεσπότης, πῆρε ἀπό τό Μοναστῆρι τόν π. Ἰωακείμ, στή διακονία τῆς Μητροπόλεως, δέν στεναχωριέσαι πού θά μείνεις μόνος;». Καί ἐκεῖνος, ὁ π. Χριστοφόρος, μοῦ εἶπε: «Σεβασμιώτατε, τό γεγονός ὅτι ἐπιλέξατε ἕνα ἄνθρωπο ἀπό τό Μοναστῆρι μας, εἶναι τιμή γιά μᾶς». Αὐτό εἶναι τό ἐκκλησιαστικό ἦθος! Ὄχι μόνος νά μείνεις, μά νά διαλυθεῖς, νά σκορπιστεῖς, νά γίνεις λίπασμα, γιά νά ἀνατείλει μιά καινούργια ἡμέρα. Καί, δόξᾳ τῷ Θεῷ, δέν πρόλαβε, καλά – καλά, νά ἀποχωρήσει τῆς ὑπηρεσίας καί ὁ Θεός μέ τές πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ καί τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, πού ἑορτάζει αὔριο, ἔφερε στό Μοναστῆρι δυό καλούς πατέρες, ἀπό τό Μοναστῆρι τοῦ Κουδουμᾶ, τόν π. Θεολόγο καί τόν π. Τιμόθεο.

Καί νά Γέροντα: Ἡ ὑπομονή καί ἡ διάλυση ἐν Χριστῷ εἶναι ἡ οἰκοδομή πού λέει, «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος», (Φιλιπ. 1,21), «Γιά μένα τό νά ζῶ εἶναι Χριστός καί τό νά πεθάνω κέρδος». Ἐν ἐμοί Χριστός, Χριστοφόρος, αὐτός πού κουβάλησε, τόσες δεκαετίες, τόν Χριστό.

Στά χνάρια σου, π. Χριστοφόρε, θέλουμε νά συνεχίσουμε, γι᾽ αὐτό σοῦ ζητοῦμε στήν αὐριανή λειτουργία, στόν οὐρανό, νά εὐχηθεῖς γιά ὅλους ἐμᾶς, νά παρακαλέσεις τόν Θεό νά παρηγορήσει τούς οἰκείους σου πού σέ ἀγαποῦσαν πάρα πολύ, τούς ὁποίους συλλυπούμεθα. Εἶναι ὅλοι τους παιδιά τῆς Ἐκκλησίας, μέ δοσμένα πρόσωπα στήν ὑπηρεσία της, ἀπ᾽αὐτή τή φύτρα καί τή μάνα πού λέγεται Ζαρός, πού λέγεται πάνω ρίζα, πού λέγεται στ´ Ἀρχιερατική Περιφέρεια τῆς Ἀποστολικῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας.

Νά πεῖς, Γέροντα, ἐκεῖ καί νά μνημονεύσεις ὅλους ὅσους πέρασαν ἀπ᾽ αὐτό τό Μοναστῆρι καθώς καί τόν ἀγαπημένο σου φίλο Μανώλη Μπορμπουδάκη, Ἔφορο Βυζ. Ἀρχαιοτήτων Κρήτης. Ἄν καί δέν ἦσουν ἕνας ἰδιαίτερα μορφωμένος ἄνθρωπος, ἡ ὑπακοή σου στίς ἐντολές καί στά προστάγματα γιά τό σεβασμό τῆς τέχνης καί τῆς ἰδιοπροσωπείας τοῦ Μοναστηριοῦ καί τοῦ τόπου, ἦταν παραδειγματική.

Δέν θά ἔπρεπε νά πῶ τόσα γιατί παραβιάζω τό πνεῦμα τοῦ π. Χριστοφόρου. Καταθέτω ἁπλά, μαζί μέ τόν Σεβ. ἅγιο Ἀρκαλοχωρίου κ. Ἀνδρέα καί ἐκ μέρους ὅλων σας, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἀρχόντων καί ἀρχομένων, μοναζουσῶν καί μοναζόντων, καταθέτω ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ πρό τῆς σοροῦ σου.

Πατέρες καί ἀδελφοί, ἄν ἡ Κρήτη κρατήσει τήν αἰώνια Κρήτη, καί δίδει ἀνθρώπους ὅπως τόν π. Χριστοφόρο, βλέπω στήν περιοχή μας μερικές τέτοιες εἰλικρινεῖς κλήσεις, τότε ἡ Κρήτη δέν φοβᾶται.

Ἄς εἶναι αἰωνία σου ἡ μνήμη Γέροντα καί νά ἔχουμε τήν εὐχή σου. Ὁ Θεός νά σέ ἀναπαύσει.

† Ὁ Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Μακάριος

ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΒΡΟΝΤΗΣΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΑΛΕΒΥΖΑΚΗΣ 16/01/2017

Σαν κανονιά ακούστηκε

σ’ ανατολή και δύση

ο θάνατος του αετού

που ζούσε στο Βροντήσι.

Έφυγε ο περήφανος,

αητός του Βροντησίου

και πρόωρα πορεύτηκε

στ’  αγκάλες του Κυρίου.

Χριστόφορο τον λέγανε

τον αετό τσι Κρήτης

που ζούσε στη ριζοβουνιά

του γέρο Ψηλορείτη.

Από πολύ μικρό παιδί

επήγε στο Βροντήσι

και τάχτηκε καλόγερος

να το υπηρετήσει.

Αργότερα Ηγούμενος

έγινε Βροντησίου

και ακολούθησε πιστά

το δρόμο του Κυρίου.

Ήταν λεβέντης Ηγούμενος

άντρας και παλικάρι

γι’ αυτό και από το Θεό

είχε περίσσια χάρη.

Ήταν πολύ αγαπητός

σ’ όλους στο πέρασμα του

και άφηνε ανεξίτηλο

γραμμένο το όνομα του.

Καλοστραθιά και κει ψηλά

βάνε στη προσευχή σου

όλους εμάς που μείναμε

με την ανάμνηση σου.

π. Αντώνιος Παπουτσάκης Εφημέριος Αγίου Ιωάννου Χωστού