Ο Σεβ. Μητροπολίτης Γορτύνης & Αρκαδίας κ. Μακάριος, στην Ι. Μ. Παναγίας Καλυβιανής, κατά την πρώτη εορτή της συνάξεως των Οσιομαρτύρων και Οσίων της Ι. Μονής 28.9.2008

ΟΜΙΛΙΑ
π. Χρυσοστόμου Παπαδάκη, κατά τήν 28η-9-2008
ἐπί τῇ μνήμῃ τῶν Ἁγ. Πατέρων Ἱ. Μ. Παναγίας Καλυβιανῆς
«Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ»

Ὁ σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ ἦταν γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος κατά χάριν Θεός. Ὅλο τό Εὐαγγέλιο συνοψίζεται σέ μία φράση: Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Καί «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο», δηλαδή τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός πού ὀνομάζεται καί Λόγος μέ κεφαλαῖο τό Λ, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, ὡς Θεάνθρωπος, πραγματοποίησε τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ἀλλά καί ὑπέδειξε τόν τρόπο τῆς θεώσεώς μας. Μᾶς τόν ὑπέδειξε μέ τό ἐπί γῆς παράδειγμά Του καί παράλληλα μᾶς ἀπέδειξε ὅτι αὐτό εἶναι δυνατό, εἶναι ἐφικτό, εἶναι ἀληθές. Πῶς; Ἡ φανέρωση στούς ἀνθρώπους διά τῆς Ἐκκλησίας Του καί μέσα στήν Ἐκκλησία Του, τῆς δόξας τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ἱερῶν προσώπων πού ἀξιώθηκαν νά γίνουν ἅγιοι καί νά ἀποτελοῦν γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν τά ἁπτά, τά ψηλαφητά παραδείγματα τῆς ἀλήθειας περί τῆς θεώσεως.
Καμμιά ἐποχή δέν εἶναι ἴδια μέ τίς ἄλλες. Κανένας τόπος δέν εἶναι ὁ ἴδιος μέ τούς ἄλλους. Καμμιά χρονική στιγμή δέν εἶναι ἴδια μέ τίς ἄλλες καί κανένα πρόσωπο δέν εἶναι ἴδιο μέ τά ὑπόλοιπα. Αὐτό σημαίνει, πώς ἐνῶ ὁ στόχος εἶναι ὁ ἴδιος, δηλαδή ἡ ἁγιότητα κατά τήν προτροπή τοῦ Κυρίου «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι», κάθε ὁδός πρός τόν ἁγιασμό εἶναι διαφορετική, ὅπως καί κάθε πρόσωπο εἶναι διαφορετικό. Ὁ Χριστός δέν ἔσωσε τόν κόσμο μέ μιά παντοδύναμη παρέμβαση κοινή γιά ὅλους, ἀλλά ἔγινε Πρόσωπο, καλώντας πρόσωπα στή σωτηρία μέ τίς προϋποθέσεις τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς ὀρθῆς πράξεως.
Οἱ ἅγιοι δέν βγῆκαν μέ καρμπόν. Ὁ καθένας κάτω ἀπό τίς χρονικές, τοπικές καί ἄλλες εἰδικές συνθῆκες, ἀγωνίσθηκε καί ἔφθασε στήν ἁγιότητα. Κανείς ὅμως ἀπό αὐτούς ἐνῶ ἀγωνιζόταν δέν πίστεψε ὅτι εἶναι ἅγιος ἤ ὅτι βαδίζει σταθερά πρός τήν ἁγιότητα. Ἄν τό πίστευε, δέν θά ἦταν ἅγιος. Πάντοτε εἶχε μόνιμο λογισμό τόν ἄλλο λόγο τοῦ Κυρίου, τό λόγο τῆς πνευματικῆς ἀσφάλειας, δηλαδή τήν προσωπική πίστη καί ὁμολογία ὅτι «ἀχρεῖος δοῦλός εἰμι καί ὅ ὀφείλω ποιεῖσαι πεποίηκα». Δηλαδή εἶμαι ἄχρηστος δοῦλος καί αὐτό πού ὄφειλα νά πράξω ἔπραξα καί τίποτα παραπάνω. Ὅσο διά τοῦ προσωπικοῦ ἀγῶνος πλησίαζε «τό φῶς τό ἀληθινόν», τόσο φωτίζονταν ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά του καί ἔβλεπε μόνο πάθη, λάθη, ἀδυναμίες καί ἁμαρτίες στόν ἑαυτό του καί μόνο καλά στούς ἄλλους. Κρατοῦσε τόσο γερά τήν αὐτομεμψία, δηλαδή τό νά κατηγορεῖ μόνο τόν ἑαυτό του καί μάλιστα συνεχῶς, κρατιόταν τόσο γερά ἀπό τήν ταπείνωση πού ἔφθανε ὡς τό σημεῖο νά νομίζει ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι θά σωθοῦν καί μόνο αὐτός θά κολασθεῖ. Ἀλλά μέ τήν οὐσιώδη διαφορά, ὅτι δέν ἀπελπιζόταν.
Ὁ ἐγγύς χρονικά σέ μᾶς, ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης σἐ μιά τέτοια κατάσταση εὑρισκόμενος γιά καιρό, ἀξιώθηκε νά δεῖ ὀφθαλμοφανῶς τό Χριστό ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε τή φράση πού ἐμπειρικά μέν τή γνωρίζουν ὅλοι οἱ πρό αὐτοῦ ἅγιοι, ἀλλά ὁ Σιλουανός δέν εἶχε συνειδητοποιήσει ἀκόμη. Τή φράση «κράτα τό νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι». Δηλαδή, νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου ἄξιο τῆς κολάσεως, ἀλλά νά μήν ἀπελπίζεσαι ἀπό αὐτή τήν αἴσθηση.
Οἱ ἅγιοι ἀπέδειξαν πρακτικά τήν ἀγάπη τους πρός τό Χριστό τήν ὁλόθερμη, ἀλλά καί τήν ἀγάπη τους πρός τόν ἄνθρωπο τήν καθαρή καί θυσιαστική, τήν ἀγάπη ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς», δηλαδή αὐτή πού δέ ζητᾶ τό προσωπικό συμφέρον της. Τήν ἀγάπη πρός τό Θεό τήν βίωναν νά φλέγει τήν καρδιά τους καί τήν ἀποδείκνυαν διαρκῶς διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν Του, ὄχι γιά «τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις».
Τήν ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους καί μάλιστα τούς πονεμένους καί χειμαζομένους καί δυσκολεμένους, τήν ἀποδείκνυαν μέ πράξεις ἀνιδιοτελεῖς καί κυρίως μέ ἔμπονη προσευχή καί δάκρυα πολλά.
Οἱ ἀρετές πού καλλιέργησαν, δέν ἧταν ἀρετές. Ἧταν ἐν Χριστῷ ἀρετές. Δηλαδή δέν ἧταν αὐτές πού ὁ κόσμος ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἀκόμη ἐθαύμαζε. Ἦταν ἀρετές δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπως καί τά χαρίσματα πού ἔλαβαν τῶν ἰαμάτων, τῆς διοράσεως κ.λ.π.. Καί οἱ ἅγιοι αὐτά τά δῶρα προσπαθοῦσαν νά τά κρύψουν, θεωρώντας τούς ἑαυτούς των ἀναξίους.
Δέν πρέπει νά νομισθεῖ, ὅτι αὐτά πού ἀναφέρθηκαν ὡς γνωρίσματα ἁγίας ζωῆς ἀφοροῦν μόνο Κληρικούς καί Μοναχούς. Ἡ μεγαλύτερη χάρις καί εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ συναντᾶται μέσα στόν κόσμο. Ἐκεῖ πού ψυχές ἀγωνίζονται ἀφανῶς κάτω ἀπό φοβερά ἀντίξοες συνθῆκες. Γι̉  αὐτό καί ἡ ὀρθόδοξη ἀπλανής λαϊκή εὐσέβεια, εἶναι αὐτή στήν ὁποία ἀναπαύεται ὁ Θεός. Καί μέσα ἀπό αὐτήν κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως θά μᾶς φανερώσει ὁ Θεός τίς μεγαλύτερες ἐκπλήξεις, ὅπως ἐξεπλάγη ὁ Μέγας Ἀντώνιος ὅταν ἀνταποκρινόμενος ὁ Θεός σέ θερμές δεήσεις του ἄν ὑπάρχει ἄλλος ἄνθρωπος πού τόν εὐαρεστοῦσε περισσότερο γιά νά πάει νά τόν βρεῖ καί νά διδαχθεῖ, τόν ἔστειλε σ̉  ἕνα φτωχό τσαγκάρη μέ οἰκογένεια, στήν Ἀλεξάνδρεια.
Κατά τίς συγκινητικές ὁμολογίες τῶν συγχρόνων ἁγίων μας, Γερόντων Πορφυρίου, Παϊσίου καί ἄλλων, ὑπάρχουν μέσα στόν κόσμο ψυχές, μπροστά στίς ὁποῖες οἱ Γέροντες στάθηκαν μέ δέος καί θαυμασμό.
Ἀγαπητοί μου, ὅπως ὑπάρχει γῆ ἔφορη πού ἀποδίδει πολλούς καρπούς ἐπειδή καλλιεργεῖται ἀφοῦ πρῶτα ἀποχερσώθηκε, ἔτσι ὑπάρχουν καί τόποι πού ἀφοῦ ἀποχερσώθηκαν ἀπό τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, καλλιεργήθηκαν πνευματικά διά τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί καρποφόρησαν πολύ, μέ ἱερότερο καρπό τούς ἁγίους, δημιουργώντας ἔτσι τοπική ἁγιολογική παράδοση.
Τέτοια «γῆ καλή καί ἀγαθή» ὅπως χαρακτηρίζεται στήν παραβολή τοῦ σπορέως, βρῆκε ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου στήν ἰδιαίτερή μας πατρίδα τήν Κρήτη. Τήν εὐλόγησε ὁ Χριστός τήν Κρήτη ἀρχικά ὅταν ἡ θεία Πρόνοιά Του εὐδόκησε νά βρίσκονται Κρήτες στά Ἱεροσόλυμα τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, νά δοῦν τό μεγάλο θαῦμα τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά ἀκούσουν τό πρῶτο κήρυγμα τοῦ Πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου, καί μάλιστα «τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ», δηλαδή στήν τότε γλῶσσα τῆς Κρήτης μέ τούς ἰδιωματισμούς της, νά βαπτισθοῦν καί νά ἔλθουν πλέον ὡς οἱ πρῶτοι χριστιανοί στό νησί μας.
Τότε, λοιπόν, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, κατά τή γενέθλιο ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἑτοίμασε τό προζύμι τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Μεγαλονήσου μας. Καί ἦλθε ἀργότερα ὁ ἕτερος τῶν Πρωτοκορυφαίων, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος τοῦ ὁποίου ἐφέτος ἑορτάζομε τά 2000 χρόνια ἀπό τή γέννησή του καί ἵδρυσε διά τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς τήν Ἐκκλησία μας ζυμώνοντας τήν ἱερά ζύμη μέ τό προζύμι πού εἶχε ἑτοιμασθεῖ στήν Ἁγία Γῆ. Ἐδῶ, καί μάλιστα στή Γόρτυνα, πρωτεύουσα ρωμαϊκή τότε τῆς Κρήτης. ἐγκατέστησε τόν Ἀπόστολο Τίτο ὡς Πρῶτο Ἐπίσκοπο, γι̉  αὐτό καί ὁ Πατριάρχης μας μαζί μέ ἄλλους Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, θά ἔλθουν σέ λίγες μέρες γιά νά τιμήσουν τά ἱερά ἀποστολικά βήματα τοῦ Ἀποστόλου πού βρίσκονται μόνο στή Μητροπολιτική μας περιφέρεια.
Ὁ Τίτος ἔκανε τή βαθειά ἄροση καί στή συνέχεια τό πρῶτο συστηματικό ὄργωμα, σύμφωνα μέ τίς παραγγελίες τοῦ Παύλου. Καί ἀξιώθηκε νά δεῖ τήν πρώτη ἀνθοφορία καί καρποφορία.
Ἀπό τότε μέχρι σήμερα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ἀνέδειξε πλῆθος ἁγίων. Ἀνέδειξε μάρτυρες, ἀπό τούς πρωτομάρτυρες ἁγίους Δέκα ἕως τούς νεομάρτυρες. Ἀνέδειξε Ἱερομάρτυρες, ἀπό τόν Ἅγιο Κύριλλο μέχρι τόν Ἅγιο Γεράσιμο τό νέο Ἱερομάρτυρα. Ἀνέδειξε ἡγιασμένους Ἐπισκόπους καί θαυματουργούς, ὅπως τόν ἅγιο Παῦλο Γορτύνης, τόν Εὐμένιο, τόν Ἀνδρέα τόν Ὑμνογράφο, ἀλλά καί Πατέρες μεγάλους πού ἔλαβαν μέρος στίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἀμέτρητοι ὅμως εἶναι οἱ Ὅσιοι, ἀπό τά χρόνια τῆς πρώτης ἄνθησης τοῦ Ἁγιοφάραγγου πού ὑπήρξε μαζί μέ τά Ἀστερούσια ὄρη, ἀπό τά πρῶτα ἀσκητικά κέντρα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου καί μέσα στό διάβα τῶν αἰώνων, μέχρι τούς ὁσίους αὐταδέλφους Παρθένιο καί Εὐμένιο τοῦ Κουδουμᾶ. Πολλῶν ἁγίων ἀκόμη θά γνωρίζαμε τά ὁνόματα, ἄν ἡ καταστροφική περίοδος τῆς Ἀραβοκρατίας δέν θά ἔκανε τόσο μεγάλο κακό, κατόπιν ἡ Ἑνετοκρατία καί τέλος ἡ Τουρκοκρατία. Ξεχάστηκαν ὀνόματα, γκρεμίστηκαν ναοί, χάθηκαν ἅγια Λείψανα, ἔσβησαν μνῆμες.
Ἀλλά γιά τό Θεό δέν εἶχε σβήσει τίποτε. Ὅλοι ὅσοι τόν εὐαρέστησαν, μέ ὅποιο τρόπο ἁγιότητος, τοῦ εἶναι ἀπόλυτα γνωστοί. Ἐπέτρεπε τίς πολυχρόνιες δοκιμασίες, ἀλλά ποτέ τήν ἀπώλεια. Γιά τό Θεό ποτέ δέν ἔπαυσε νά εἶναι ἡ Κρήτη Παύλου καί Τίτου τό «θεῖον γεώργιον». Δέν ἔπαυσε ποτέ νά τιμᾶ θεοπρεπῶς τήν ἁγιοτόκο τούτη γῆ, ἡ ὁποία κατά τή μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου Γορτύνης Μαρτυρίου πού ἔλαβε μέρος στήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, δέν ἐνέδωσε ποτέ σέ αἱρέσεις ὅπως οἱ ἄλλοι τόποι. Ἀκόμη καί στήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας ἡ Κρήτη δέν ὑπάκουσε στίς δυσσεβεῖς ἐντολές, γι̉  αὐτό καί κατά τήν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων στήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἔλαβε μέρος ὁλόκληρη ἡ Ἐπαρχιακή Σύνοδος.
Γι̉  αὐτό καί, ὅταν ὅπως καί ὅπου Ἐκεῖνος ἔκρινε, φανέρωνε ἁγίους Του, γιά νά τούς δοξάσει. Γιά νά θυμίζει στούς Κρῆτες τίς ἅγιες ρίζες τους καί νά παραδειγματίζονται μέ τό φιλότιμο πού τούς διακρίνει.
Ἀμέσως μετά τήν Ἀραβοκρατία, φανέρωσε στόν Ὅσιο Ἰωάννη τόν Ξένο τόν καί Ἰσαπόστολο, τούς τάφους τῶν Ἁγίων Εὐτυχιανῶν, δίπλα στούς ὁποίους κτίσθηκε τό πρῶτο μοναστήρι στά Ἀστερούσια. Φανέρωσε τό μυροβόλο Λείψανο τοῦ λεγόμενου Ἁγιασμένου Ἱεραπέτρας στό τέλος τῆς Τουρκοκρατίας ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος Ἀμβρόσιος ἔκαμε τήν ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς του καί σήμερα εἶναι μοναστήρι.
Μετά ἀπό λίγα χρόνια, καί στά πρῶτα χρόνια τῆς ἐγκατάστασης τοῦ Ἐπισκόπου Ἀρκαδίας Βασιλείου, φανέρωσε τούς ἀρχαιότερους μαρτυρικούς τάφους μέ σημεῖα καί θαύματα, δηλαδή τούς τάφους τῶν ἁγίων Δέκα.
Τό 1953 φανέρωσε στό Βαλῆ τόν τάφο τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου τοῦ ἱερέως καί μάρτυρος καί τῶν δύο παιδιῶν του μαρτύρων Γεωργίου καί Εἰρήνης. Ὕστερα φανέρωσε τόν ὅσιο Χαράλαμπο ἐδῶ στήν Καλυβιανή, τόν τάφο καί τά Λείψανά του ἐπί ἀρχιερατείας τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης Τιμοθέου, τότε Μητροπολίτου Γορτύνης καί τό 1993 τάφους καί Λείψανα Πατέρων Ὁσιομαρτύρων καί Ὁσίων τῆς πάλαι ἀνδρικῆς Μονῆς Παναγίας Καλυβιανῆς, ἐπί ἀρχιερατείας τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Κυρίλλου.
Καί σήμερα γιορτάζουμε γιά πρώτη φορά πανηγυρικά τήν ἁγία μνήμη τῶν τελευταίων, στόν τόπο πού ἁγίασαν, μέ προεξάρχοντα τόν Μητροπολίτη μας κ. Μακάριο, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν τιμή νά ἔχει τήν ἴδια γενέτειρα μέ τόν ὅσιο Χαραλάμπη, καί πού τόν περίμενε ὑπομονετικά νά τοῦ ἐγκαινιάσει καί τόν πρῶτο του ναό, στή μονή του.
Ἡ φανέρωση τῶν τιμωμένων σήμερα ἁγίων Πατέρων, δέν εἶναι ὑπόθεση μιᾶς ἡμέρας καί ἑνός προσώπου. Ἀπό πολλά χρόνια οἱ ἀδελφές τῆς Μονῆς εἶχαν ὑπερφυσικές ἐμπειρίες τῆς ἐμφάνειας ὄχι μόνο μέ ἀποκαλυπτικά ἐνύπνια ἀλλά καί αἰσθητά. Ὅμως μέ σύνεση περίμεναν «φυλάσσουσαι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν» πολλά κατά τό πρότυπον τῆς Θεοτόκου, περιμένοντας τίς ἐξελίξεις, τίς ὁποῖες ἄρχισε ὁ ὅσιος Χαράλαμπος. Τό 1993, ξαφνικά ξεράθηκε παραδόξως ἕνα κυπαρίσσι δίπλα στό ναό τοῦ ὁσίου. Ἔπρεπε νά κοπεῖ καί νά ξεπατωθεῖ γιά λόγους κυρίως ἀσφαλείας καί ὄχι μόνο αἰσθητικῆς. Τότε ἐμφανίσθηκαν τάφοι, καί μέσα Λείψανα τά ὁποῖα ἀπέπνεαν ἄρρητη εὐωδία. Περισυνελέγησαν μέ εὐλάβεια ἀπό τίς ἀδελφές καί ἀπό τότε πλήθυναν τά ἱερά σημεῖα τῆς ἐμφανείας σέ κληρικούς, σέ μοναχές, σέ εὐσεβεῖς χριστιανούς τοῦ τόπου, σέ ἐργάτες καί τεχνίτες, σέ προσκυνητές ἀπό τήν Κρήτη καί ἐκτός αὐτῆς.
Αὐτοβιογραφούμενοι οἱ ἅγιοι, ὅπως ἔγινε καί στίς περιπτώσεις τοῦ ὁσίου Χαραλάμπους, τῶν ἁγίων τῆς Λέσβου Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης, καί ἄλλων ἁγίων θαυμαστῶς φανερωθέντων, ἀπεκάλυψαν καί συνεχίζουν νά ἀποκαλύπτουν γιά τό πότε ἔζησαν, δηλαδή σέ διάφορες ἐποχές εἴτε τῆς Ἑνετοκρατίας εἴτε τῆς Τουρκοκρατίας. Ἄλλοι ἐτελειώθησαν ὁσιακῶς καί ἄλλοι μέ ὁμολογία πίστεως καί μαρτύρια, εἴτε ἀπό τούς κακοδόξους Λατίνους εἴτε ἀπό τούς ἀλλοθρήσκους Τούρκους κατακτητές. Ὅλοι ἀσκητές καλυβίτες στό χῶρο τοῦτο, γύρω ἀπό τό ἐκκλησάκι τῆς θαυματουργοῦ Παναγίας. Παράλληλα γίνονταν καί γίνονται θαύματα καί ἔτσι σιγά – σιγά καί ἀβίαστα, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί μόνο ἔγινε συνείδηση τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Ὡς πρός τίς ἀποκαλύψεις, πάντα ἔχει βασικό ρόλο ἡ ἀξιοπιστία τῶν προσώπων καί τό γεγονός ὅτι χωρίς νά τό γνωρίζουν, τοῦ ἑνός ἡ μαρτυρία συμπληρώνει τή μαρτυρία τοῦ ἄλλου. Σχέδιο καί αὐτό τοῦ Θεοῦ «ὅπως σταθήσεται πᾶν ρῆμα». Οἱ ἀποκαλύψεις εἶναι πολλές καί σέ πολλούς μπροστά στίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία στέκεται μέ εὐθύνη καί διάκριση. Δέν βιάζεται, δέν ἀπορρίπτει, δέν ἐμποδίζει ἀλλά καί δέν υἱοθετεῖ ἄκριτα ὅ,τι λέγεται.
Ὅταν ἄρχισαν οἱ ἀποκαλύψεις τῶν ἁγίων τῆς Λέσβου, ὁ τότε Μητροπολίτης Ἰάκωβος, ἀνέθεσε στόν Πρωτοσύγκελλό του Νικόδημο, τωρινό Μητροπολίτη Ἱερισσοῦ τή ἐνυπόγραφη συλλογή τῶν μαρτυριῶν καί τήν ἀξιοποίησή τους ἀπό τό μεγάλο ἁγιογράφο καί λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου, χωρίς νά ἐμποδίσει τήν τιμή τοῦ λαοῦ πρός τούς φανερωθέντες ἁγίους. Ἡ συλλογή καί ἀξιοποίηση τῶν μαρτυριῶν, εἶχε σκοπό τήν ὑπεύθυνη ἐκκλησιαστικῶς ἔκθεση τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας πρός τή Μητέρα Ἐκκλησία Κων/πόλεως γιά τήν ἁγιοκατάταξη, κατά τά κανονικῶς τεθεσπισμένα, δηλαδή μέσῳ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὅπως καί ἔγινε.
Στό βιβλίο πού κυκλοφόρησε, ὁ Κόντογλου ἔβαλε τίτλο τή φράση τοῦ Μητροπολίτου πού εἶπε εὑρισκόμενος στόν τόπο τῶν θείων ἀποκαλύψεων καί θαυμάτων, δηλαδή «Σημεῖον μέγα».
Ὁ Μητροπολίτης μας, ἄνθρωπος μέ θεολογική κατάρτιση καί ἁγιολογική εὐαισθησία, ἀμέσως μέ τόν ἐρχομό του ἔδειξε τό ἀπαιτούμενο ἐνδιαφέρον καί ἀνέθεσε στόν ἐφημέριο καί πνευματικό τῆς Μονῆς π. Νεκτάριο τή συγκέντρωση καί ἀξιολόγηση τῶν μαρτυριῶν, γιά νά δρομολογηθεῖ ἐκκλησιαστικῶς τό ἱερό τοῦτο θέμα. Ὅμως μέ τήν εὐλογία του ἱκανοποιεῖται ὁ πόθος τῶν πιστῶν, διά τῆς προσκυνήσεως τῶν σεπτῶν τους Λειψάνων, διά τῆς συντάξεως ὑμνογραφικῶν κειμένων, διά τῆς καθιερώσεως ἡμέρας μνήμης καί διά τῆς ἱστορήσεως Ἱερᾶς Εἰκόνος ἡ ὁποία παρουσιάζει τή σύναξη ὅλων ὅσων ἁγίασαν ἐδῶ ἔχοντες στό μέσον τόν γνωστό ὅσιο Χαράλαμπο ὁ ὁποῖος τιμᾶται ἀπό ἐτῶν. Κάποιοι ἀπό τούς ἁγίους εἶπαν τά ὀνόματά τους. Δέν ἀναγράφονται στήν Εἰκόνα, τουλάχιστον ἀκόμη, ἀλλά καί δέν εἶναι ἀπαραίτητο. Ἄλλωστε αὐτό δέν εἶναι τό βασικό θέμα. Ἀπό αἰώνων ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ συνολικά, χωρίς ὀνόματα καί μάλιστα μέ ἐπίσημη μνήμη, τούς ἀναιρεθέντες Πατέρες στίς Μονές τοῦ ἁγίου Σάββα καί Χοζεβᾶ τῆς Παλαιστίνης, τούς ἐν Σινᾷ καί Ραϊθῷ, τούς φανερωθέντες στήν ἐποχή μας ὁσιομάρτυρες τῆς Μονῆς Νταοῦ Πεντέλης καί ἄλλους. Αὐτή λοιπόν τήν πρώτη τους Εἰκόνα, σέ λίγο ὁ Σεβασμιώτατος μέ εἰδική εὐχή ἀπό τό Μέγα Εὐχολόγιο καί μέ ἅγιο Μύρον θά καθαγιάσει, σφραγίζοντας ἔτσι ἐπίσημα μέ τή χάρη τῆς ἀρχιερατικῆς ἀξίας τήν ἔναρξη τῆς τιμητικῆς προσκύνησης τῶν ἁγίων μας. Ἔλεγε ὁ ἀοίδιμος καί ἐν ὁσίοις αὐλιζόμενος Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης Εὐγένιος, ὅτι ὅταν μιά Εἰκόνα, ζωγραφισμένη μάλιστα μέ προσευχή καί κατάνυξη – γι̉  αὐτό καί ἁγιογραφήθηκε ἀπό Μοναχή τῆς Μονῆς – ὅταν καθαγιασθεῖ ἀπό τόν Ἐπίσκοπο δι̉  εὐχῆς καί ἁγίου Μύρου, ἔχει ἄμεση σχέση μέ τό πρόσωπο πού εἰκονίζει καί οἱ προσευχές πού γίνονται μπροστά της εἰσακούονται. Ἄς προσέξουμε τά λόγια τῆς σχετικῆς εὐχῆς πού θά ἀκουσθοῦν. Λέγει θεοπνεύστως ὁ «Ἐκκλησιαστής», βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στό 3ο κεφάλαιο, πολλά περί τοῦ καταλλήλου καιροῦ γιά κάθε πράγμα, μέ κεντρικό χωρίο τό «καιρός παντί πράγματι». Ἀλλά τί λέγω περί τοῦ βιβλίου «Ἐκκλησιαστής» ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ γράφει στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ». Ὁ Θεός, λοιπόν, ὁ ἴδιος ἔκρινε πότε θά φανέρωνε τούς ἁγίους του. Ὁ Θεός ὁ ἴδιος ἔκρινε πότε ἔπρεπε νά γίνουν αὐτά πού γίνονται σήμερα. Ὁ Θεός ὁ ἴδιος θά κρίνει πότε θά ὁδηγήσει τά πράγματα στήν ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή τους.
Σεβασμιώτατε, πρίν ἑνάμισυ χρόνο εἴχατε τή μεγάλη εὐλογία στήν ἀρχιερατεία Σας νά γίνει ἡ ἁγιοκατάταξη τῶν ὁσίων αὐταδέλφων τοῦ Κουδουμᾶ. Σήμερα μέ τήν παρουσία Σας, δίδετε τήν εὐλογία στό ποίμνιό Σας, ὡς ἔχετε τό ἀρχιερατικό δικαίωμα, νά τιμᾶ τή μνήμη τῶν ὁσιομαρτύρων καί Ὁσίων τῆς Καλυβιανῆς.
Οἱ ἅγιοι Σᾶς χρωστοῦν, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ φράση, τίς θεῖες ἀντιδόσεις γιά τή μεγάλη εὐλογία πού δίδετε σήμερα στό ποίμνιό Σας. Καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Μεσαρᾶς, ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Κρήτης σήμερα συγχαίρουν μαζί μας καί συμπανηγυρίζουν καί δοξάζουν τό Θεό πού μᾶς τούς ἀποκάλυψε. Μέσα στούς πολλούς καρπούς τῆς ποιμαντορίας Σας πού εὐχόμαστε νά εἶναι μακρά, εἴθε νά γευθεῖτε καί τή χαρά τῆς διά τῶν ἐνεργειῶν Σας ἐν καιρῷ ἐπισήμου ἁγιοκατατάξεώς τους. Εἴθε νά τούς ἔχετε ἀρωγούς στό ἐπίμοχθο ἔργο Σας. Καί ὅλοι μας νά συνειδητοποῦμε ὅτι κυβερνώμεθα ὑπό Θεοῦ ζῶντος, ὁ ὁποῖος μέ τούς τρόπους Του δυναμώνει τήν πίστη μας. Καί ἕνας ἀπό αὐτούς τούς τρόπους εἶναι ἡ φανέρωση σέ μᾶς ἁγίων Του πού μαρτυρεῖ τή μετά θάνατον ζωή. Τόν Παράδεισο, μέσα στόν ὁποῖο θέλει ὅλους νά μᾶς δεῖ, διότι «πάντας θέλει σωθῆναι».
Ἀδελφοί μου, τά Λείψανα τῶν Ἁγίων μας εἶναι μπροστά μας. Τούς ἔχουμε μαζί μας καί σωματικῶς. Πρεσβεύουν γιά μᾶς καί μᾶς καλοῦν νά ἀπολαύσουμε τά αἰώνια ἀγαθά μαζί τους.Ἀμήν.-