Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΤΟΣ

Γιά τό μεγάλο ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν Ἐθνῶν, ὁ Ἁπ. Παῦλος χρειαζόταν πιστούς καί ἱκανούς συνεργάτες. Ἀνθρώπους ἐμπιστοσύνης καί ἀφοσιώσεως, ἀλλά καί ὑπακοῆς στόν θεόκλητο Ἀπ. Παῦλο στόν ὁποῖο εἶχε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀναθέσει τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου στά Ἔθνη.

Ἡ Θεία Πρόνοια κατά τήν πορεία, τοῦ παρουσίασε πολλούς, οἱ ὁποῖοι πότε μαζί του καί πότε κατ̉ ἐντολή του βοήθησαν στήν ἵδρυση Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες μετά τό μαρτύριο τοῦ Παύλου ἐργάστησαν πάντα σύμφωνα μέ τίς ὑποθῆκες του καί ἀναγνωρίστηκαν ἀπό τήν ἀρχαία ἀμέσως ἐκκλησιαστική παράδοση ὡς πρῶτοι Ἐπίσκοποι αὐτῶν τῶν Ἐκκλησιῶν.

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης σεμνύνεται, διότι ὡς Πρῶτο της Ἐπίσκοπο εἶχε τόν ἐκλεκτότερο μαθητή τοῦ Παύλου, τόν Τίτο.

Ὁ Τίτος ἦταν Ἕλληνας ἀπό τήν Ἀντιόχεια. Ἀσπάστηκε τό χριστιανισμό γνωρίζοντας τόν Παῦλο, ἀλλά δέν περιετμήθη παρά τίς πιέσεις τῶν ἰουδαϊζόντων χριστιανῶν. Γι̉ αὐτό καί ὅταν συνεκλήθη στά Ἱεροσόλυμα ἡ Ἀποστολική Σύνοδος τό 49 μ.Χ. γιά τή λήψη ἀποφάσεως ἄν θά ἔπρεπε νά περιτέμνονται οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοί, ὁ Παῦλος πῆρε μαζί του τόν Τίτο ὡς ζωντανή ἀπόδειξη εὐγενοῦς καρποῦ τοῦ δέντρου τῆς ἐξ Ἐθνῶν Ἐκκλησίας.

Ἡ προσωπικότητα τοῦ νεαροῦ Τίτου, ἔπαιξε καθοριστικό ρόλο στό θέμα αὐτό, γνωρίζοντάς τον καί οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι.

Ὁ Παῦλος ὡς φωτισμένος, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος εὔστροφος, διέκρινε ἀμέσως τά χαρίσματα τοῦ Τίτου. Διέγνωσε σπάνιες δυνατότητες σ̉ αὐτόν, οἱ ὁποῖες ἀποδείχθηκαν στήν πράξη μέ πληρότητα, γι̉ αὐτό ἡ ψυχή τοῦ Παύλου ἀναπαύθηκε πλήρως στό πρόσωπο αὐτό πού ἡ Θεία Πρόνοια τοῦ εἶχε παρουσιάσει γιά τό ἱεραποστολικό ἔργο. Ὁ Τίτος ἀποδείχθηκε ὡς ὁ πιστότερος καί δυνατότερος ἀπό τούς βοηθούς του. Παντοῦ ἐξέφραζε τό πνεῦμα τοῦ διδασκάλου του καί τή σκέψη του καί πάντα ἐφάρμοζε μέ πιστότητα τίς ἐντολές του. Ὡς πρόσωπο τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης του καί ὡς χαρισματικός ἄνδρας γιά τά δύσκολα, ἀναλάμβανε ὅλες τίς δύσκολες ἀποστολές ὅπως αὐτή στήν Κόρινθο (Β΄Κορ. 7,15). Γι̉ αὐτό καί ὁ κορυφαῖος Ἀπόστολος τόν ὀνομάζει «κοινωνόν» καί «συνεργόν» καί τόν τοποθετεῖ στό ἴδιο ἐπίπεδο μέ τόν ἑαυτό του γράφοντας∙ «οὐ τῷ αὐτῷ πνεύματι περιεπατήσαμεν, οὐ τοῖς αὐτοῖς ἴχνεσιν;» (Β΄Κορ. 12,18).

Ὁ Ἅγ. Ἀνδρέας ὁ Κρήτης, ὁ μεγάλος ὑμνογράφος καί ἐκ τῶν διαδόχων τοῦ Τίτου στό θρόνο τῆς Γόρτυνας – Κρήτης, σέ ἐγκωμιαστικό του λόγο ἀπαριθμεῖ τά χαρίσματά του∙ «Ἐπιεικής, εὐπειθής, εὐπρόσιτος, ὑπήκοος, πρός ἀποστολήν εὐσταλής, πρός διακονίαν εὔχρηστος, πρός καταλλαγάς εὐδαίμων, ἀλείπτης τῶν κοπιώντων, τῶν ὑπέρ Χριστοῦ πονούντων ὑπερασπιστής» (Λόγος εἰς τόν Ἀπ. Τίτον, Ρ. G. 97,1149).

Ἀλλ̉ ἐκεῖνος πού πολύ εὔστοχα ἀναλύει τήν ἀγάπη τοῦ Παύλου πρός τόν Τίτο, εἶναι ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ μεγαλύτερος γνώστης τῆς Ἁγ. Γραφῆς καί θεόπνευστος ἑρμηνευτής τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου στόν ὁποῖο ἔτρεφε ἰδιαίτερη εὐλάβεια καί θαυμασμό.

Ἐπρόκειτο νά συναντηθοῦν στήν Τρωάδα (Τροία) γιά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Παῦλος πῆγε, προγευόμενος τῆς χαρᾶς, ὅτι θά συναντοῦσε τόν ἐκλεκτό του μαθητή καί συνέκδημο. Ὅμως ὁ Τίτος γιά κάποιο ἄγνωστο λόγο εἶχε ἐμποδιστεῖ νά βρίσκεται ἐκεῖ. Καί ἐνῶ ὑπῆρχαν ὅλες οἱ προϋποθέσεις γιά νά ἐπιτύχει τό εὐαγγελικό ἔργο, τόσο πολύ λύπησε τόν Παῦλο ἡ ἀπουσία τοῦ Τίτου πού τά παράτησε ὅλα καί ἔφυγε. «Ἐλθών εἰς τήν Τρωάδα εἰς τό εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, καί θύρας μοι ἀνεῳγμένης ἐν Κυρίῳ, οὐκ ἔσχηκα ἄνεσιν τῷ πνεύματί μου, τῷ μή εὐρεῖν με Τίτον τόν ἀδελφόν μου∙ ἀλλά ἀποταξάμενος αὐτοῖς, ἐξῆλθον εἰς Μακεδονίαν» (Β΄Κορινθ. 2,12-13).

Γιά τό γεγονός αὐτό ὁ Ἱερός Χρυσόστομος γράφει:

«Ἐάν θέλῃ κανείς νά ἀγαπᾷ μέ ἀληθινήν ἀγάπην, καί θέλει νά γνωρίσῃ τήν δύναμίν της, ἄς προστρέξῃ πρός τόν τρόφιμον τῆς ἀγάπης αὐτῆς, τόν μακάριον Παῦλον, καί ἐκεῖνος θά τόν διδάξῃ πόσον μέγα κατόρθωμα εἶναι τό νά ὑπομείνῃ κανείς τόν χωρισμόν ἀγαπωμένου προσώπου καί πόσον ἰσχυρά ψυχή χρειάζεται διά τοῦτο.

Ὁ Παῦλος, δηλαδή, αὐτός ὁ ὁποῖος ἐξεδύθη τήν σάρκα καί ἀπέβαλε τό ὑλικόν σῶμα καί μέ ἐλευθέραν τήν ψυχήν περιῆλθε τήν οἰκουμένην ὁλόκληρον, ὁ ὁποῖος ἐξεδίωξεν ἀπό τήν σκέψιν του κάθε ἀνθρώπινον πάθος, καί ἐμιμήθη τήν ἀπάθειαν τῶν Ἀσωμάτων Δυνάμεων, ὁ Παῦλος λοιπόν, ὅλα τά ὑπέφερεν εὐκόλως, ὡς ἐάν ἦτο ξένον τό σῶμα, τό ὁποῖον ἐδοκιμάζετο, καί τάς φυλακίσεις, καί τάς ἀπαγωγάς καί τάς μαστιγώσεις, καί τάς ἀπειλάς καί τόν θάνατον καί κάθε εἶδος τιμωρίας. Ὅταν ὅμως ἐχωρίσθη ἀπό ἕνα πρόσωπον, τό ὁποῖον ἠγάπα ἐξαιρετικῶς, τόσον συνεκλονίσθη καί τόσον ἐταράχθη, ὥστε ὅταν δέν εὑρῆκε τό πρόσωπον αὐτό ἐκεῖ πού ἐπερίμενε νά τό συναντήσῃ, ἀμέσως ἔφυγεν ἀπό τήν πόλιν ἐκείνην.

Τί πράγματα εἶναι αὐτά, ὦ μακάριε Παῦλε; Ὅταν μέν ἤσουν δεμένος εἰς τό τιμωρητικόν ξύλον καί κλεισμένος εἰς τήν φυλακήν, καί οἱ δήμιοι ἦσαν ἕτοιμοι νά σέ μαστιγώσουν καί τά αἵματα ἔτρεχον ἀπό τήν πλάτη σου, τότε σύ ἐδίδασκες καί ἐβάπτιζες καί προσέφερες θυσίαν εἰς τόν Θεόν, καί δέν ἀδιαφοροῦσες διά τήν σωτηρίαν οὔτε καί ἑνός ἀνθρώπου. Ὅταν δέ ἦλθες εἰς τήν Τρῳάδα καί εὑρῆκες τόν ἀγρόν καθαρόν καί ἕτοιμον νά δεχθῇ τόν σπόρον τῆς ἀληθοῦς Πίστεως, ἐπέταξες ἀπό τάς χεῖρας σου τόσον κέρδος καί ἀμέσως ἔφυγες μακράν; Ναί, λέγει∙ διότι ἐκυριεύθην ἀπό τήν τυραννίαν τῆς θλίψεως καί πολύ ἐτάραξε τήν σκέψιν μου ἡ ἀπουσία τοῦ Τίτου, καί τόσον πολύ ἐκυριάρχησε τοῦ νοῦ μου καί μέ κατέβαλεν, ὥστε νά μέ ἀναγκάσῃ νά κάμω τήν χειρονομίαν αὐτήν.

Εἶδες πόσον μεγάλο κατόρθωμα εἶναι τό νά ἠμπορέσῃ κανείς νά ὑπομένῃ μέ ἠρεμίαν τόν χωρισμόν ἀπό ἀγαπώμενον πρόσωπον; Εἶδες πόσον σκληρός καί πικρός εἶναι ὁ χωρισμός αὐτός; Εἶδες πόσον ἔχει ἀνάγκην ἀπό μεγάλην καί νεανικήν ψυχήν; Δέν εἶναι, δηλαδή, δι̉ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν, ἀρκετός μόνον ὁ ψυχικός σύνδεσμος, οὔτε ἱκανοποιοῦνται μέ τήν παρηγορίαν πού παρέχει ὁ σύνδεσμος αὐτός, ἀλλά χρειάζονται καί τήν σωματικήν παρουσίαν τοῦ ἀγαπωμένου∙ ἐάν δέ δέν συμβαίνῃ τοῦτο, ἡ ψυχική εὐχαρίστησις ἐλαττώνεται σημαντικά». (Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσόστομου Λόγος ΜΖ΄ «εἰς τόν Ἀπ. Παῦλον», ἐν «Ἐκλογαί καί ἀπανθίσματα» σελ. 583-584)

Ὁ Παῦλος περνώντας δέσμιος ἀπό τούς Καλούς Λιμένες τῆς Κρήτης, ὅπου παρέμεινε λόγῳ κακοκαιρίας στό πλοῖο γιά λίγες ἡμέρες, ὁραματίστηκε τόν εὐαγγελισμό τῆς Κρήτης. Γνώριζε τήν ἰδιομορφία τῆς ψυχοσύνθεσης τῶν Κρητῶν καί τίς δυσκολίες πού θά συναντοῦσε ἡ Ἐκκλησία πού ἐπρόκειτο νά ἱδρύσει. Ὅμως εἶχε ἕτοιμη τήν ἐπιλογή τοῦ προσώπου γι̉ αὐτό τό δύσκολο ἔργο. Γι̉ αὐτό καί κατά τήν Δ΄περιοδεία του ἦλθε στή Γόρτυνα, τήν τότε πολυάνθρωπη ρωμαϊκή πρωτεύουσα τῆς Νήσου καί ἀφοῦ παρέμεινε ὅσο χρονικό διάστημα ἔκρινε πώς ἦταν ἀρκετό, ἀνέθεσε στόν Τίτο τήν ὀργάνωση τῆς Κρητικῆς Ἐκκλησίας ἀποχωρώντας ὁ ἴδιος. Ἀργότερα θά τοῦ ἔστελνε καί βοηθούς τόν Ζηνᾶ, τόν Ἀπολλώ καί τόν Ἀρτεμᾶ καθώς καί τή γνωστή ἐπιστολή μέσα στήν ὁποία θά τοῦ ὑπευθύμιζε τίς παραγγελίες πού τοῦ εἶχε δώσει ὅταν βρισκόταν στήν Κρήτη καθώς καί νέες. Γιά ἕνα μικρό χρονικό διάστημα τόν ἀπέσπασε ἀπό τήν Κρήτη καί τόν ἔστειλε στή Δαλματία (σημερινή Κροατία). Ὅμως μετά τό μαρτύριο τοῦ Παύλου, ὁ Τίτος ἐπέστρεψε γιά πάντα στήν Κρήτη, στήν ὁποία ἐργάστηκε ὡς τήν κοίμησή του καί ἡ Ἐκκλησιαστική Συνείδηση τόν ἀναγνώρισε Πρῶτο Ἐπίσκοπο Κρήτης καί Πάτρωνα τῆς Ἐκκλησίας της.

Οἱ καρποί τοῦ ἔργου του, δικαίωσαν τόν μέγα Παῦλο. Διότι στό δύσκολο χῶρο τῆς Μεγαλονήσου, ὁ Τίτος μέ τά ἔκτακτα χαρίσματά του ὅπως ἡ ὀξύνοια, ὁ δυναμισμός, ἡ παρρησία, ἡ διάκριση, ἡ διαλλακτικότητα, ἡ σταθερότητα καί κυρίως τά ἡγετικά του προσόντα, ἔθεσε τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία μέσα στό διάβα τῶν αἰώνων θά ἀναδείκνυε ἁγίους Ἐπισκόπους, Μάρτυρες, Ὁσίους, Νεομάρτυρες καί διαπρεπεῖς ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες μέ ἔργο θαυμαστό ἐντός τῆς Κρήτης καί πέραν τῶν ὁρίων της.

Χτίστηκαν περίλαμπροι Ἱ. Ναοί – μνημεῖα καί ἀναπτύχθηκε μοναδική ἐκκλησιαστική τέχνη, ἀλλά δυστυχῶς ἡ κατάκτηση τῶν Ἀράβων (824) εἶχε καταστροφικά ἀποτελέσματα, διότι οἱ κατακτητές κατέστρεψαν τούς Ἱ. Ναούς, ἐξαφάνισαν ἅγια Λείψανα μεταξύ τῶν ὁποίων καί τοῦ Ἁγίου Τίτου καί ὑποχρέωσαν τόν πληθυσμό σέ ἐξισλαμισμό. Οἱ Ἑνετοί διέσωσαν τήν Τιμία του Κάρα στή Βενετία ἀπό τήν ὁποία ἐπέστρεψε κατόπιν ἐνεργειῶν τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης Εὐγενίου τό 1966 καί φυλάσσεται πλέον στόν ὁμώνυμο τοῦ Ἀποστόλου Ναό, στό Ἡράκλειο.

Πρόσφατες ἀνασκαφές, ἔφεραν στό φῶς κοντά στό χωριό «Μητρόπολις» νότια τῶν σωζόμενων ἐρειπίων τῆς Ἀρχαίας Γορτυνας, ἐρείπια τῆς μεγαλόπρεπης Βασιλικῆς, δηλαδή τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγ. Τίτου καί ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα μέ τίς ἀνασκαφές νά ἐντοπισθεῖ καί ὁ τάφος τοῦ Ἀποστόλου.

Στίς 16 Ὀκτωβρίου 2008 ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαῖος μέ τήν παρουσία καί τῶν Προκαθημένων – Ἀντιπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέσα στά πλαίσια τοῦ ἔτους Ἀποστόλου Παύλου, ἐτέθησαν τά νοητά καί πραγματικά θεμέλια τοῦ Βήματος τοῦ Ἀπ. Παύλου στό χῶρο τῆς ἀρχαίας Γόρτυνας, γιά νά ὑπευθυμίζει σέ ὅλους ἡμεδαπούς καί ἀλλοδαπούς ἐπισκέπτες, τήν ἱστορική πραγματικότητα, δηλαδή τό ποῦ ὁ Παῦλος ἔθεσε τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἐγκαθιστώντας Πρῶτο Ἐπίσκοπό της τόν Τίτο. Γίνεται πλέον πραγματικότητα αὐτό πού ἀπουσίαζε ὡς σήμερα καί θά δίδεται πλέον ἡ εὐκαιρία νά τιμᾶται πρεπόντως ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν κατά τή μνήμη του.

Σύν Θεῷ καί ὅταν δημιουργηθοῦν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις -ὅπως καί γιά τό Βῆμα τοῦ Ἀπ. Παύλου- θά τιμᾶται καί ὁ Ἀπ. Τίτος στόν πρῶτο του Ἱ. Ναό, ὅπου εἶναι ὁ τάφος του καί ὅπου ἀπό τόν 6ο αἰῶνα μέχρι τόν 9ο πού καταστράφηκε, λειτούργησαν ἐπιφανεῖς Ἅγιοι Ἀρχιεπίσκοποι καί Ἐπίσκοποι τῆς Κρήτης, ἐκεῖ πού κατά τήν πρώτη χριστιανική χιλιετία χτυποῦσε ἡ καρδιά τῆς Κρητικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ἱ. Ἐπαρχιακῆς Συνόδου.-