Ἀγαπητέ ὑποδιάκονε Παντελεήμων,
Ἡ Ἱερωσύνη στήν Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐδίδετο ἀποκλειστικῶς σέ πρόσωπα πού μετά τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μετά ἀπό ἔντονο πνευματικό ἀγῶνα, εἶχαν τήν ἐμπειρική γνώση τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς ὁδοῦ γιά νά γνωρίσουμε τόν Τρισάγιον Θεόν καί ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπό τά τρία σωτήρια σκαλιά, ἤτοι: Τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση.
Γιά νά μιλήσω δέ περί τούτων, θά ἀρχίσω πρῶτα ἀπό τούς Ἐπισκόπους. Ὁ τρίτος βαθμός τῆς Ἱερωσύνης διά τούς κληρικούς ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, δηλαδή τοῦ Ἐπισκόπου, ἐδίδετο σέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μετεῖχαν στήν τρίτη βαθμίδα τῆς ὡς ἄνω προαναφερθείσης πνευματικῆς ἐμπειρίας, ἐκείνης τῆς θεώσεως ἤ τοὐλάχιστον ἔπρεπε νά εὑρίσκωνται στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ.
Τό ἴδιο χαρισματική ἔπρεπε νά εἶναι καί ἡ κατάσταση ἐκείνων πού θά ἐλάμβανον καί τούς ἄλλους δύο βαθμούς τῆς Ἱερωσύνης, τῶν κληρικῶν τῶν ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τοῦ δευτέρου βαθμοῦ, δηλαδή τοῦ Πρεσβυτέρου καί τοῦ πρώτου βαθμοῦ, δηλαδή τοῦ Διακόνου.
Αὐτά τά ἄκουσα γιά πρώτη φορά κατά τά φοιτητικά μου χρόνια ἀπό τόν τότε φωτισμένο δάσκαλό μας, στό Πανεπιστήμιο, τόν μακαριστό Πρωτοπρεσβύτερο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τόν Καππαδόκη στήν καταγωγή, Ἰωάννη Ρωμανίδη, τόν αὐστηρό, ἀλλά ἀληθινό καί ἀμετακίνητο, πέρα γιά πέρα, διδάσκαλο τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς Ρωμιοσύνης. Αἰωνία ἡ μνήμη του!
Σημειωθήτω δέ ὅτι μέχρι σήμερα οὐδείς ἔχει βρεθεῖ πού νά ἄσκησε ἀντίθετη βιβλιοκριτική στά ὅσα ὁ μακάριος διδάσκαλος ἔγραψε περί τούτων, διότι ἀκριβῶς πάντα ταῦτα δέν εἶναι δικά του πράγματα, ἀλλά στηρίζονται στίς μοναδικές πηγές καί στά οὐράνια βιώματα τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Μᾶς ἄνοιξε τά μάτια καί μᾶς ξέπλυνε τόν λογισμό ἀπό τίς πιετιστικές καί γλυκανάλατες φράγκικες στρατεύσεις, ἀντιγραφές καί παραχαράξεις, βαπτίζοντάς μας στίς ἐμπειρίες καί τά νάματα τῶν Ἁγίων καί τῶν Ὁσίων τῆς Ἐκκλησίας.
Δηλαδή ἡ ἱερωσύνη κατά τούς Ἀγίους Πατέρες καί ὄχι κατά Ρωμανίδη, ἀλλά διά τοῦ παρουσιάσαντος καί ἀναλύσαντος αὐτούς Ρωμανίδη, δέν νοεῖται ἔξωθεν τῆς καταστάσεως τῆς χάριτος. Ὁ κληρικός εἶναι ὅλα, ἀλλά κυρίως εἶναι ὁ πιστός οἰκονόμος τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ λειτουργοῦσα ὡς θεραπευτικός χῶρος διά τῆς καθάρσως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως εἶχε ὡς κληρικούς Της, πρόσωπα τό ὁποῖα εὑρίσκονται ἔσωθεν τῆς χαρισματικῆς ταύτης ὁδοῦ.
Ἀντιθέτως ἡ Ἐκκλησία λειτουργοῦσα ὡς σωματειακός χῶρος δι̉ ἐπιδερμικῶν ἐπαλείψεων μετά τῶν κατά τά ἄλλα καλῶν ἰδεῶν, ἔχει κληρικούς, πάστορες, πνευματικούς ὁδηγούς ἤ καί πρόσωπα κοινωνικῶς καταξιωμένα ἤ γνῶστες τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος Της ἤ προϊσταμένους, χωρίς καμμιά ὅμως σχέση μέ τά ἔσωθεν τῆς γενομένης καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως.
Εἶναι τότε ἡ Ἐκκλησία προορισμένη γιά τό ἀόριστο καί ἀντικειμενοποιημένο καλό, γιά τήν ἐδῶ εὐδαιμονία τῶν ἀνθρώπων, γιά τήν αὔξηση τῶν κοσμικῶν ἀγαθῶν, εἶναι γιά τόν ἐξορκισμό τοῦ κακοῦ, γιά τά ἔθιμα καί τίς ἀνώτερες ἰδέες. Πρό ἡμερῶν ἄκουσα τόν λόγο ἑνός σοφοῦ ἀνθρώπου, ὅτι καί ἡ κόλαση εἶναι στρωμένη μέ καλές ἰδέες. Ἰδέες καί στοχασμοί…
Αὐτό δυστυχῶς ἔγινε μέ τήν ἐν χρόνῳ ἀπομάκρυνσή μας, ἀπό τήν διαδικασία τῆς καθάρσεως ἐκ τῶν παθῶν, τοῦ φωτισμοῦ ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τῆς κατά Χάριν θεώσεως καί τῆς θρησκειοποιήσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Στήν θέση τοῦ ἐν λόγῳ τριπτύχου, ὡς ἔλεγε ὁ μέγας Θεολόγος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἔχει εἰσέλθει πλέον ἕνα ἄλλο τρίπτυχο ζωῆς, ἤτοι: Τοῦ εὐσεβισμοῦ, τοῦ συναισθηματισμοῦ καί τῆς διανόησης, πού καταστρέφει σύριζα τήν ἐναπομείνασα ἐν ζωῇ παραδεδομένη ἐκ τῶν Ἁγίων Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Ὁσίων ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι ἡ παρατεταμένη κρίσις τῆς ἀπομάκρυνσης τῆς θεολογίας ἀπό τό βίωμα καί ἡ ἐξαπλούμενη θλιβερή κατάσταση τῆς μετατροπῆς τῆς Ἐκκλησίας σέ κενό, ἄδειο θεσμό ἀπό Πνεῦμα, δίπλα στούς τόσους ὑπάρχοντες οὐμανιστικούς ὀργανισμούς τοῦ κόσμου, τῶν ποιούντων καλά ἔργα, διακονούμενη ἀπό κληρικούς τελετάρχες μέ προσόντα σχολῶν, ὑπηρετούμενη ἀπό πρόσωπα μέ ἤ χωρίς προβεβλημένο ρόλο στήν κοινωνία τοῦ ὀλέθριου κόσμου τούτου πού περνᾶ καί χάνεται καί ὄχι ἐκ τῆς κοινωνίας καί μετοχῆς τοῦ κόσμου τῶν Ἁγίων, τῆς μή ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, δηλαδή τοῦ μετέχοντος στό εὐχαριστιακό γίγνεσθαι τοῦ ὑπέρ χρόνου καί κόσμου μυστηρίου τῆς Βασιλείας τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔλεγε περί τούτων τό ἔτος 1983 ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὅτι, ἐάν ἡ Ἐκκλησία ἐπιτρέψει νά κατακτήσουν τελικῶς τήν ζωήν της αὐτές οἱ ἀλλότριες καταστάσεις, τότε ἡ κρίσις τήν ὁποία περνᾶ ἡ Ἐκκλησία ″…θά εἶναι καί ἡ τελευταία Της. Μετά δέν θά ὑπάρχῃ τίποτε τό ὄρθιο γιά νά σαλευθῇ καί νά ὑποστῇ κρίσι.″ (Βλέπε Πατερική Θεολογία, Ἰ. Ρωμανίδου, ἐκδόσεις Παρακαταθήκη 2004).
Μέσα σ̉ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ σταδιακοῦ ξεστρατίσματος ἀπό τήν Χάρη στήν κατάσταση τῆς πνευματικῆς ἀπροσπάθειας καί τῆς ἀπαθοῦς παραμονῆς μας, μόνο στήν ἱδρυματική καί θεσμική πλευρά τῆς παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ κόσμῳ, καλούμεθα ὅλοι οἱ κληρικοί νά ζήσουμε πρῶτα καί κύρια τήν μετάνοια.
Δεύτερον καλούμεθα τοὐλάχιστον νά μή βλάψουμε τήν Ἐκκλησία καί νά μή μετακινήσουμε τίποτα ἀπό τήν ἁγία Της Παράδοση καί τά ἱερά τιμαλφῆ Της, ἐξαγιάζοντας τό σήμερα.
Εἶναι οἱ μόνοι τρόποι μέ τούς ὁποίους, ὡς μή ἔχοντες σχεδόν καμιά σχέση μέ τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση, θά μπορέσουμε νά μείνουμε ἀληθινοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά διασωθοῦμε ἀπό τήν ἱεροκρατία πού ζῆ παρασιτικά ἀπό τήν Ἐκκλησία, χωρίς καμιά ἀγωνία γιά αὐτήν καθώς ἐπίσης νά ἑλκύσουμε τό ἔλεος τοῦ Παναγάθου Θεοῦ ἐφ̉ ἡμᾶς.
Αὐτή εἶναι καί ἡ συμβουλή πρός ἐσένα, ἀγαπητέ ὑποδιάκονε Παντελεήμονα, νά ἔχῃς ταπείνωση καί νά μή χάσῃς ποτέ τήν ἀγωνία σου γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού θεμελιώθηκε πάνω στό Τίμιο Αἵμα τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καί Ὁμολογητῶν.
Ἐάν θέλῃς νά εἶσαι μέ ἐκείνους πού κάθε μέρα σφάζονται διά τοῦ μαρτυρίου τῆς συνειδήσεως, μαρτύριο ἐπιπονώτερο τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματος, καλεῖσαι νά ζήσῃς μέ τούς ὀλίγους. Ὡς ἐκείνους τούς ὀλίγους πού ἔμειναν κάτωθεν τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου κατά τήν ὥρα τοῦ Μαρτυρίου, κατά τήν ὥρα πού τά χείλη τοῦ Ἰησοῦ ἐκαίοντο ἀπό τήν δίψα καί ἡ κραυγή του ἀφέθη ἐπί τήν κτίσιν ὁλόκληρον λέγουσα, διψῶ!
Ἐάν θέλῃς νά εἶσαι προσμονάριος τῆς σωζούσης Χάριτος καί ἐμπειρίας τῆς Σταυρικῆς Ἐκκλησίας Του, πρέπει νά ἑτοιμάσῃς τόν ἑαυτόν σου περισσότερον γιά ἐσωτερικούς ἀγῶνας παρά γιά ἐξωτερικούς καί νά γίνῃς μέτοχος τῆς Ἀποστολικῆς ἀγωνίας μετά τήν Σταύρωση τοῦ Κυρίου, διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων, συναγμένος καί συναριθμούμενος μετά τῶν ὀλίγων.
Ἐάν θέλῃς νά εἶσαι ἀπαράδοτος στήν ἀτέρμονα λήθη τοῦ ἐπικατάρατου βολέματος καί τῆς τυπικῆς ἐπιτελέσεως τῶν δεόντων, πρέπει νά κρεμαστῇς ἀδιαμαρτύρητα, χωρίς ὑπολογισμούς στίς γκρεμοτοπιές, κρατώντας τήν ρίζα τῆς Ἐκκλησίας, γιά μιά ψυχή, γιά τόν ἕνα, γιά τόν δεδιωγμένο, τόν πονεμένο, τόν φτωχό, τόν μικρό, τόν ἀσήμαντο, τόν προδωμένο, τόν ἀγωνιζόμενο, τόν ἀσθενῆ καί τόν διαποροῦντα ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς, γιά τήν ἀγάπη τοῦ στοργικοῦ Ποιμένος καί Μεγάλου Ἀρχιερέως Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐάν θέλῃς νά εἶσαι πέρα ἀπό τήν ἀνθρώπινη δικαίωση, τήν δύναμη τῶν ἀριθμῶν, τούς λαμπῆρες τῆς δημοσιότητος καί τούς ἐξωτερικούς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων, ἑτοίμασε τήν καρδίαν σου γιά νά σφάζεται καθ̉ ἑκάστην ὄχι μόνο ἀπό τούς διῶκτες, ἀλλά κυρίως ἀπό ἐκείνους πού θά εὐεργετήσῃς καί θά περιθάλψῃς.
Ἐάν θέλῃς νά εἶσαι πέραν τοῦ χειμάρρου τῆς ὕποπτης ἀρετῆς καί τοῦ ἀδιέξοδου τῆς ὕπουλης κακίας, ἑτοίμαζε τόν ἑαυτό σου νά παραδοθῇς εἰς κρίσεις, ἔνθα εὐκόλως ἐπιρρίπτονται οἱ πλέον ἀγαπητοί υἱοί τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, οἱ μοναχοί.
Ἐάν μάλιστα θέλεις νά πληροφορηθῇς, ταῦτα πάντα εἶναι ἐκεῖνα πού θά μᾶς ἐπιτρέψουν νά ποῦμε σιγά- σιγά καί εὐλαβικά στόν Θεό αὔριο, ὡς ὁ ἄσωτος, ὡς ὁ ληστής, Κύριε, “οὐ διά τάς δικαιοσύνας ἡμῶν”, ἀλλά διά τήν ἀγάπην πρός τήν Ἐκκλησίαν Σου, τήν ὁποίαν περιποιήθηκες μέ τό Τίμιο Αἷμα Σου, βάλε με καί μένα τόν μικρό σέ μιά ἀσήμαντη γωνιά τοῦ Παραδείσου τοῦ ἀπείρου ἐλέους Σου.
Ἐάν ἀφήσῃς ὅμως τήν διάνοιά Σου στό πουθενά ἐντός μιᾶς κακέκτυπης παραδοσιολατρίας καί ἑνός ἀόριστου ἀνθρωπόμορφου δυναμισμοῦ, θά σέ ἀναγνωρίζουν γιά παραδοσιακό, θά σέ προσκυνοῦν γιά ἀποτελεσματικό, ἀλλά μόνον οἱ ἄνθρωποι καί ἔτσι θά χάσῃς στό μεσοπάτωμα τοῦ θεάτρου τοῦ πολύσκηπτρου κόσμου αὐτό πού διακονεῖ ἡ Ἱερωσύνη τήν μυστική δύναμη τῆς μεταβολῆς τοῦ σάπιου τούτου κόσμου σέ ἀτελεύτητη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τότε μόνο ὑπάρχει παράδοσις, διακονία, τότε μόνο ὑπάρχει δύναμις ἐν τῇ ἐγνωσμένῃ ἀδυναμίᾳ μας.
Νά γιατί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν ἔχουμε κοινωνικούς ἐργάτες, ἀλλά μοναχούς, νά γιατί δέν ἔχουμε θρησκευτικούς λειτουργούς, ἀλλά Ἱερεῖς, νά γιατί στήν πονεμένη Ἐκκλησία μας ἐκδηλώνεται ἀκόμα τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ Χάρις τῶν Ἁγίων καί νά γιατί εἴμεθα βέβαιοι ὅτι παρά τήν ἀναξιότητά μας, ἱερουργοῦνται τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ.
Μέ αὐτή τήν βεβαιότητα νά εἰσέλθῃς εἰς τό Ἱερόν Βῆμα, ἅγιε ὑποδιάκονε, μέ πλήρη δέ ἀβεβαιότητα ἀπό τήν ἄλλη, γιά τό ὅτι εἴμεθα κάτι. Δέν εἴμεθα τίποτα. Εἴμεθα παραδεδομένοι εἰς χεῖρας Θεοῦ Ζῶντος. Εἴμεθα διάκονοι τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἱερωσύνη δέν εἶναι ἰδιοκτησία μας, δέν εἶναι δικαίωμα, εἶναι διακόνημά μας, διακονία Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ γίνεται χαρά τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀπόφασή σου, ἀγαπητέ Παντελεήμονα, πατρική χαρά γιά τόν Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπον Κρήτης κ. Τιμόθεον, τοῦ ὁποίου τάς εὐλογίας σοῦ μεταφέρω, γίνεται δικαίως χαρά καί εὐφροσύνη τοῦ ἐν Οὐρανοῖς χοροῦ τῶν Πατέρων τῆς Ἱστορικῆς αὐτῆς Ἱερᾶς Μονῆς, χαρά τοῦ Πνευματικοῦ σου Πατρός, χαρά ἀνανέωσης καί ἐλπίδος αὐτοῦ τοῦ ὡραίου τόπου, ἐντός τοῦ ὁποίου ἔθεσες τόν ἑαυτόν σου διάκονο τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι δέ ἐξαιρέτως ἔπαινος τῶν ἀναθρεψάντων σε καλῶν καί πιστῶν σου Γονέων, ἀδελφῶν, συγγενῶν κατά σάρκα καί κατά πνεῦμα. Μακάριοι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού ἔδωσαν ἔστω ἕνα ἀπό τά ἀγαπημένα τους παιδιά στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μακάριοι οἱ ἀνθρωποι ἐκεῖνοι πού ἔγιναν αἰτία καί στηριγμός γιά τό μυστήριο αὐτό!
Εἶναι ἀκόμη χαρά τῆς ἐκθρεψάσης σε πνευματικῶς Ἐνορίας Πατελῶν Ἡρακλείου καί παράδειγμα γιά τά παιδιά τοῦ Κέντρου Νεότητος αὐτῆς πού τόσο ἀγάπησες καί ὑπηρέτησες μετά ζήλου.
Γνωρίζομε μάλιστα ὅλοι τόν διακαῆ πόθο σου γιά τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας καί συμμετέχουμε στήν χαρά σου, συγχαίροντες μετά σοῦ, τῶν ἀγαπητῶν Γονέων σου, ἀδελφῶν καί μετά πάντων τῶν οἰκείων καί ἀγαπώντων σε.
Δέν ἐπιθυμῶ νά σέ ἐγκωμιάσω ὡς νά ἔχουμε μία κοσμική ἐκδήλωση, γι̉ αὐτό σταματῶ ἐδῶ. Μόνο νά πῶ, ὅτι ἐγκώμιον τῆς Ἐκκλησίας θα εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ πρόοδός σου καί ἡ καταβολή πάσης δυνατῆς πνευματικῆς προσπαθείας ἀπό μέρους σου γιά τήν προσωπική σου ζωή καί τό πολυσήμαντο ἔργο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Ἔντεινε λοιπόν τό οὖς σου, ἀγαπητέ ὑποδιάκονε τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, καί ἄκουσε τήν ἐρχομένη βιαία πνοή τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος.
Στρέψε ὅλον τόν λογισμόν σου πρός τόν Ἅγιον Θεόν καί ἀναλογίσου τί τιμή σοῦ ἐπεφύλαξε! Ὕψωσε ὅλην σου τήν ὕπαρξιν πρός Αὐτόν, εὐχαρίστησέ Τον, δόξασε τό Πανάγιον Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατάπαυσε πᾶσαν κίνησιν καί δέξου ἐντός ὀλίγου τήν ἐκ Θεοῦ ἀνεκτίμητον δωρεάν.
Πέσε μετά δέους ἐπί τῶν βαθμίδων τοῦ Ἁγίου Θυσιαστηρίου καί προσκύνησε τήν ἐρχομένην ἐπί σέ Χάριν. Δές τήν ἀνακαινίζουσά σε δύναμιν˙ σέ λίγο θά κατοικήσῃ μέσα σου καί θά σέ καταστήσῃ Διάκονον τῶν Μυστηρίων τοῦ πολύσπλαχνου Θεοῦ.
Μέ τήν σεπτή προτροπή τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Τιμοθέου, ἐκτείνω σε λίγο τάς ταπεινάς χεῖρας μου καί θέτω ἐπί τήν κεφαλήν σου τό Ἅγιο Ὠμοφόριο τῆς Ἀρχιερατικῆς Χάριτος πού ἔρχεται ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί Τίτο, ἕως τῆς οὐδενίας μου, μέ τές πρεσβεῖες τοῦ Ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου καί Καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου καί πάντων τῶν ἐν τῇ Νήσῳ ταύτῃ διαλαμψάντων Ἁγίων, γιά νά σοῦ μεταδώσω, ἐγώ ὁ ἐλάχιστος, τήν Χάριν τοῦ βαθμοῦ τοῦ Διακόνου.
Εἴσελθε εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων.-
† Ὁ Κνωσοῦ Μακάριος
(Ὁμιλία τοῦ Θεοφιλ. Ἐπισκόπου Κνωσοῦ κ. Μακαρίου, γενομένην τήν 17ην Ἰανουαρίου 2005, εἰς τό ἑορτάζον κλίτος τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Παντελεήμονος Φόδελε, κατά τήν εἰς Διάκονον Χειροτονίαν τοῦ Μοναχοῦ Παντελεήμονος Μουγκούρου)