Ομιλία Σεβ. Μητροπολίτου Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακαρίου, εκπροσώπου της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, στο 2ο Ιεροψαλτικό Συνέδριο Κρήτης, με θέμα: «Η ψαλτική τέχνη στη σύγχρονη εκκλησιαστική και κοινωνική πραγματικότητα», (Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, 2 Δεκεμβρίου 2016).
Σεβασμιώτατε, Μητροπολίτα Κισάμου και Σελίνου, κ. Αμφιλόχιε, Ποιμενάρχα της Ιεράς ταύτης Επαρχίας, Πρόεδρε της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης, κύριε Δήμαρχε και λοιποί εκπρόσωποι αρχών, αγαπητοί πατέρες και αδελφοί, κύριοι Καθηγητές, κύριε Γενικέ Διευθυντά του Ιδρύματος τούτου, κύριοι Πρόεδροι των Σωματείων Ιεροψαλτών Νομού Ηρακλείου, «Ανδρέας ο Κρήτης», Νομού Χανίων, «Γεώργιος ο Κρης», αγαπητοί Ιεροψάλτες, κυρίες και κύριοι.
Πριν 30 και πλέον έτη, στους χώρους αυτού του Ιδρύματος, πραγματοποιήθηκε το 1ο Ιεροψαλτικό Συνέδριο Κρήτης. Το θυμάμαι, διότι είχα μετάσχει σε αυτό, ως λαϊκός φοιτητής. Πέρασαν τόσα χρόνια, από τότε. Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα!
Η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος της Εκκλησίας Κρήτης, λαβούσα γνώση της διοργάνωσης του 2ου Ιεροψαλτικού Συνεδρίου Κρήτης, με θέμα: «Η ψαλτική τέχνη στη σύγχρονη εκκλησιαστική και κοινωνική πραγματικότητα», από το Σωματείο Ιεροψαλτών Νομού Ηρακλείου, «Ανδρέας ο Κρήτης» και από τον Σύνδεσμο Ιεροψαλτών Νομού Χανίων, «Γεώργιος ο Κρης», ομοφώνως αποφάσισε, κατόπιν υποβολής αιτήματος των αναφερθέντων Ιεροψαλτικών φορέων, να θέσει υπό την αιγίδα της το ειρημένο Συνέδριο, να ορίσει την ουδενία μου εκπρόσωπό της για να μεταφέρω στο Συνέδριο αυτό την ευλογία της Εκκλησίας Κρήτης και επίσης να πω δύο λόγια, κατόπιν προτάσεως των αυτών φορέων.
Εκ μέρους, λοιπόν, του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου, Προέδρου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας μας και των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, των συγκροτούντων την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας Κρήτης, χαιρετίζω, με χαρά, το Συνέδριο, με θέμα: «Η ψαλτική τέχνη στη σύγχρονη εκκλησιαστική και κοινωνική πραγματικότητα» και έχω την εξαιρετική τιμή να μεταφέρω, σε όλους σας, την αγία ευλογία και τις ευχές της Εκκλησίας Κρήτης.
Η Εκκλησία Κρήτης, συγχαίρει το Σωματείο Ιεροψαλτών Νομού Ηρακλείου, «Ανδρέας ο Κρήτης», τον Σύνδεσμο Ιεροψαλτών Νομού Χανίων, «Γεώργιος ο Κρης», τους κ. κ. Εισηγητές και κάθε άνθρωπο που βοήθησε για την πραγματοποίηση αυτού του Συνεδρίου.
Εδώ, μία παρένθεση για τον εξαιρετικό χώρο της Ακαδημίας, που είναι η αιτία, θα λέγαμε, να γίνονται πολλές τέτοιες ωραίες συνάξεις. Στο αγαπητό πρόσωπο του Σεβασμιωτάτου, αγίου Κισάμου και Σελίνου, κ. Αμφιλοχίου, Προέδρου της Ακαδημίας, ευχαριστούμε την Ακαδημία και συγχαίρουμε εκ μέρους της Εκκλησίας Κρήτης, για μια φορά ακόμα, για το έργο που επιτελείται, σ΄ αυτόν εδώ τον χώρο.
Η Εκκλησία Κρήτης, με την εξαιρετική αυτή ευκαιρία, ευχαριστεί πολύ όλους τους Ιεροψάλτες, Καθηγητές, Δασκάλους και ενασχολουμένους με την Εκκλησιαστική Μουσική, στην Κρήτη, για όσα προσφέρουν στην Τοπική Εκκλησία μας, με φιλότιμο και μεράκι, καθώς και τις οικογένειές τους.
Η Τοπική Εκκλησία, γνωρίζει πόσο, φιλοτίμως, εργάζονται οι Ιεροψάλτες μας και κάτω από ποιές δυσκολίες προσφέρουν το έργο τους, πόση υπομονή απαιτείται για να μάθει κανείς τη γλώσσα της Εκκλησιαστικής Μουσικής, πόσος αγώνας χρειάζεται για να παρουσιασθεί κάποια μουσική εκδήλωση και πόσα άλλα παρέχουν στις Ενορίες της Κρήτης και στις Σχολές Βυζαντινής Μουσικής.
Όλοι, λέγει η Ιερά Σύνοδος, είστε και αποτελείτε ένα ξεχωριστό σύνολο, αγωνιζομένων ανθρώπων, υπέρ της Εκκλησίας και υπηρετείτε, ο κάθε ένας από τη σκοπιά του την ιερή τέχνη του ψάλειν. Ευχόμεθα, εκ μέρους της Εκκλησίας Κρήτης, να είστε ευλογημένοι, να είναι ευλογημένοι οι καρποί του Συνεδρίου και να θρέψουν πνευματικά, επί πλέον, την ιεροψαλτική οικογένεια της Μεγαλονήσου.
Τώρα, για το Συνέδριο, θα θέσω μερικές άτακτες προσωπικές σκέψεις, όχι ειδικές, που φαντάζομαι θα αναπτύξουν οι κ. κ. Εισηγητές και εσείς όλοι.
Θα ήθελα να ρίξω λίγο φως, από μία άλλη οπτική γωνία, με γενικές σκέψεις. Το θέμα του Συνεδρίου, είναι ότι καλύτερο θα μπορούσε να επιλεγεί για την εποχή μας, ένεκα του γεγονότος ότι η σύγχρονη ζωή και πραγματικότητα εναποθέτει, κάθε μέρα, στην Εκκλησία, κατ´ επέκταση και στους άμεσους συνεργάτες της, στους οποίους συγκαταλέγεστε και εσείς που υπηρετείτε την Εκκλησιαστική Μουσική, εναποθέτει προβλήματα τα οποία σχηματίζονται από τα νέα δεδομένα της κοινωνίας, της ζωής και των ανθρώπων. Τα νέα δεδομένα είναι πάρα πολλά, από του χρόνου που διαμεσολάβησε, μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου Συνεδρίου σας.
Θα μπορούσα να παραθέτω διάφορες μουσικολογικές ενότητες και να σταθώ σε μελέτες των ενασχολουμένων με την Εκκλησιαστική Μουσική. Επειδή, όμως δεν είμαι ειδικός, είναι φρονιμότερο, νομίζω, να εκφραστώ μόνο γενικά και απλά, με γνώμονα το ερέθισμα που μου δίνει ο τίτλος του Συνεδρίου.
Λοιπόν, αγαπητοί μου, ο σύγχρονος άνθρωπος δεν βιώνει πλέον τη ζωή όπως οι άνθρωποι παλαιοτέρων εποχών. Η συνείδηση, το υποσυνείδητο και το ασυνείδητο της ύπαρξής του, του ανθρώπου, είναι γεμάτο από τη λεγόμενη πληροφορία, σε τέτοιο βαθμό, που η κοινωνική πραγματικότητα δεν προλαβαίνει, καλά – καλά, όπως γνωρίζετε, να αφομειώσει μια είδηση και έρχεται αστραπιαία η άλλη και η άλλη κ.ο.κ.
Ασχέτως, τώρα, της ποιότητας των κάθε μορφής ειδήσεων, μόνο το πλήθος τους, δημιουργεί ψυχικό κορεσμό, από τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος ζητεί να απαλλαγεί, να αδειάσει από την κόπωση αυτή της ψυχής, που εναποτίθεται στο συνειδητό, στο υποσυνείδητο και στο ασυνείδητο και όχι να προσθέσει και άλλες πληροφορίες. Πολλά έχουν ειπωθεί, πάνω σ΄ αυτό το θέμα, αλλά θα αναφέρω μόνο μια χαρακτηριστική ρήση, που μ΄ αρέσει, του Νικολάϊ Γκόγκολ Βασίλιεβιτς, (1809 – 1852), που από τότε, με τα λίγα μέσα που υπήρχαν, με τη διόραση της ορθόδοξης ψυχής, έγραψε ότι: «ἕνα τεράστιο χασμουρητὸ ἀνοίας θά περικλείσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο».
Αυτή η άνοια, που εύκολα ανιχνεύεται στη σημερινή κοινωνία της πληροφορίας, μπορούμε να την κατανοήσουμε καλύτερα αν αναφέρουμε και την προφητική ρήση, ενός συγγραφέα, με παγκόσμια ακτινοβολία, του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, (1821 – 1881), ο οποίος έγραψε, στο έργο του: «ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής», για την κοινωνία των ανθρώπων ότι θα γίνει μία: «…γενική καί ὁμονοοῦσα μυρμηγκοφωλιά. Γιατί ἡ ἀνάγκη γιά μια παγκόσμια συνένωση εἶναι τό τρίτο καί τελευταῖο μαρτύριο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης». Για τη λέξη «τρίτο», φέρετε στον νου τους πειρασμούς του Χριστού στην έρημο.
Αυτό το περιβάλλον, τώρα, του «μαρτυρίου της ανθρώπινης ύπαρξης», του σχηματισμού «μιας παγκόσμιας συνένωσης», ομοιάζει όντως με μία «γενική καί ὁμονοοῦσα μυρμηγκοφωλιά». Η εσωτερική πλήρωση του ανθρώπου οδηγείται, όπως διάβασα, προ ετών, σε ένα σύγχρονο περιοδικό, το οποίο είχε ένα χαρακτηριστικό, προτρεπτικό τίτλο, που έλεγε: «Testing the global Ethic», δηλαδή, ας γευθούμε την παγκόσμια ηθική. Οδηγείται αυτή η «ὁμονοοῦσα μυρμηγκοφωλιά», στη γεύση μίας παγκόσμιας ηθικής.
Η ηθική αυτή, για να σταθεί χρειάζεται μαζανθρώπους και χωρίς άλλο, καταφεύγει στον πνευματικό συγκρητισμό της σύγχρονης αθεΐας, δηλαδή, με δύο λόγια, έχουμε πλέον τον τύπο ανθρώπου μιας νέας τάξης πραγμάτων που, όλο και περισσότερο, υποχωρεί μπροστά στο γρήγορο, στο κερδοφόρο και στον άτσαλο καλπασμό του υλιστικού μπουχτίσματος.
Αυτό είναι, σε γενικές γραμμές, το περιβάλλον της σύγχρονης κατάστασης και μέσα σε αυτό πρέπει, τώρα, να δούμε πως δρα και η μουσική πρόσληψη. Κάθε άλλη προσέγγιση που δεν θέλει να δει το γενικότερο αυτό περιβάλλον, μάλλον προτιμά να απομονώνεται αυτάρεσκα στη θριαμβολογία του παρελθόντος.
Η γενική ποιοτική κατάπτωση του πολιτισμού της στρατωνισμένης μάζας, αποπροσανατολίζει από κάθε ιδιαίτερη ποιότητα. Η σύγχρονη ψυχική κόπωση, που προαναφέραμε, έφερε και τη μουσική του χάους, αφού η ψυχή από την υπερπλήρωση της προρρηθείσης πληροφορίας, της άλογης χρήσης της ύλης και γενικά του άγχους εκβάλλει σε αυτό, ως αντίδραση από την ασθένειά της, που γίνεται: άγχος – αγχόνη.
Μπροστά σε αυτή την εκρηκτική κατάσταση, όλοι εμείς, από πλευράς της Εκκλησίας, συνήθως, αντιτάσσουμε την παράδοση και στην περίπτωση της μουσικής, την Εκκλησιαστική Μουσική ή την ευρύτερη Βυζαντινή Μουσική. Πολύ σωστά. Τίθεται, όμως, το ερώτημα και τα λέω με συστολή, ξέροντας ποιοί με ακούουν: άραγε το ότι πρόκειται περί παραδόσεως, ως ιστορική συνείδηση, αυτό φτάνει για να αδειάσει την ψυχή από τη σύγχρονη κόπωση; Πως ενεργούσε η μουσική στη λατρεία; Παραπέμπω στο βιβλίο του Γεώργιου Ι. Παπαδόπουλου, Προέδρου του εν Κων/πόλει Μουσικού Συλλόγου, «Ορφέως», υπό τον τίτλο: «Συμβολαί εἰς τήν ἱστορίαν τῆς παρ᾽ ἡμῖν ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς», ἔτος ἔκδοσης, 1890.
Δηλαδή και μόνο το ότι είναι παράδοση και στην περίπτωσή μας μουσική παράδοση, σημαίνει ότι θα περάσει διαφορετικά ή ευκολότερα, από άλλες πληροφορίες, σήμερα, μέσα στην ψυχή; Φυσικά και όχι, καθώς στην εποχή ετούτη, όπως ξέρετε, όλα τίθενται υπό το πρίσμα της αμφισβήτησης και πέφτουν και χάνονται μέσα στο κενό της καταναλωτικής συνείδησης.
Η θέση, εκείνη, που παρουσιάζει τη μουσική μας παράδοση, ούτε λίγο ούτε πολύ, κάτι σαν πανάκεια ή ως ένα πείσμα του παρελθόντος ή ως εκτέλεση μιας άγευστης επαναληπτικότητας ή ως επιδερμική νοσταλγία, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρει απέναντί της τη σκληρή σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα που, όπως είπαμε, άρρωστη όπως είναι, κουρασμένη από το βάρος της πληθύος της κοινωνίας της πληροφορίας, επιζητά την ανάπαυση στο άδειασμα από το υπέρογκο ψυχικό της φορτίο.
Για να το καταλάβουμε καλύτερα, θα δώσω ένα παράδειγμα από τον χώρο μιας άλλης εκκλησιαστικής τέχνης, εκείνη της Αγιογραφίας. Σε παλαιότερες εποχές οι τοίχοι των εκκλησιών γέμιζαν από αγιογραφίες. Γιατί; Μα διότι, αυτό, ήταν ένας τρόπος μετάδοσης της πληροφορίας, της εποχής εκείνης. Ο άνθρωπος, μέσα στην εκκλησία, ελάμβανε πληροφορίες που δεν τις είχε, όπως στη σημερινή εποχή και επομένως καλώς έκανε η τότε εκκλησιαστική πραγματικότητα, με το να πληροφορεί με αυτόν τον τρόπο τον λαό του Θεού.
Αντιθέτως, σήμερα, συμβαίνει κάτι άλλο. Επειδή η πληροφορία έρχεται, από πολλές πηγές, σε βαθμό καταιγιστικό, όπως τον περιγράψαμε παραπάνω, ο άνθρωπος σήμερα εισερχόμενος στην εκκλησία, όχι μόνο αδυνατεί, εκ των πραγμάτων, να λάβει επί πλέον πληροφορίες, αλλά ζητεί να απαλαγεί, να αδειάσει, να ξεκουραστεί από τον υπερκορεσμό της ψυχής. Εδώ, τώρα, αντί η εκκλησιαστική πραγματικότητα να ενανθρωπιστεί, να σαρκωθεί (Χριστούγεννα), όπως ο Κύριος της Εκκλησίας, να πάρει την ασθένεια και να τη θεραπεύσει και να βρει άλλους συμβατούς τρόπους για να μεταφέρει την πληροφορία, τι κάνει; Αντιστέκεται προβάλλουσα ιδεολογικά την παράδοση, ως ιστορική συνείδηση, πως; Αγιογραφώντας, σήμερα, μέχρι και την τελευταία γωνία κάθε επιφάνειας του λειτουργικού χώρου, χωρίς να αφήνει ούτε ένα, έστω, μικρό σημείο που να μη το γεμίζει. Πολλάκις, μάλιστα, μη υπακούοντας στο τι κομίζει αυτή η παράδοση, τι θέλει να πει όταν τοποθετεί σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του Ναού, αυτό ή το άλλο αγιογραφικό θέμα, κατασκευάζει, η αγιογραφία στην εποχή μας, άγευστες, εν πολλοίς, αντιγραφές, όχι παντού, που άλλοτε είναι πρωτοτυπίες που προξενούν τουλάχιστον τον γέλωτα στους επαΐοντας, άλλοτε δε μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ του τι συμβαίνει γύρω, με χρωματογραφία που μόνο υιοθέτηση του σύγχρονου «κιτς» μπορεί να ονομαστεί, της ιδιάζουσας εκκλησιαστικής αδιαφορίας.
Κατά συνέπεια, η παράδοση έτσι δεν ζωοποιεί, δεν γίνεται βοηθός για να εισέλθει η ψυχή στον χώρο του μυστηρίου του Τριαδικού Θεού, αλλά πρόξενος απαξίωσής της, αφού δεν προσεγγίζεται με συνείδηση σχέσης, αλλά με συνείδηση, κατ´ ουσίαν, διακοσμητική. Ακριβώς ότι συμβαίνει, στην εποχή μας, και με τα θεολογικά πράγματα, γενικά μπορώ να πω, ότι ενώ ασχολούνται με τα βάθη τα παραδοσιακά, στην πράξη θα λέγαμε ότι η χριστιανική πραγματικότητα ενεργεί μόνο με ένα ξερό μεταπρατικό τρόπο, παραβλέποντας το τραύμα της συνείδησης, του υποσυνείδητου και του ασυνείδητου του ανθρώπου της εποχής αυτής, καλώντας στην αποδοχή της παράδοσης, εντελώς σχηματικά.
Με όλες τις παραπάνω, από δω και από κει, μικρές και σκόρπιες ανταύγειες, ενός απλού και μόνον προβληματισμού, όπως του παραδείγματος της Αγιογραφίας, τολμώ να θέσω και για τον χώρο της Εκκλησιαστικής Μουσικής την αυτή προβληματική: Τι μπορεί να κάνει, όπως λέει ο τίτλος του Συνεδρίου, η ψαλτική τέχνη στη σύγχρονη εκκλησιαστική και κοινωνική πραγματικότητα;
Επιτρέψτε μου, ένα προσωπικό τόνο. Δάσκαλός μου στη μουσική, υπήρξε ο κ. Δημήτριος Νεραντζής, καθώς και άλλων φίλων και εξαιρετικών συμμαθητών μου. Αυτός, ως ένας παραδοσιακός Δάσκαλος και ιεροφάντης της Εκκλησιαστικής Μουσικής, μου έδειξε όχι απλώς την ιστορική συνείδηση, αλλά την «μουσικήν επιτηδείαν», της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, τον ευγνωμονώ αιωνίως όχι μόνο για αυτό, αλλά και διότι μέσα από αυτό, βοηθήθηκα έμπρακτα, (σχέση) και όχι ιδεολογικά, (ιστορική συνείδηση), για την περαιτέρω προσέγγιση του Μυστηρίου της Εκκλησίας. Οδηγήθηκα, βαθύτερα, εκεί που ο λόγος επενδύεται με ψαλμούς και ύμνους, με καθαρά λειτουργικό τρόπο και εκεί που η ύπαρξη διψά να ανάγεται στη δοξολογία του Θεού. Κάθε ένας από εσάς το ζει και το ξέρει αυτό το αίσθημα.
Αναφερόμενος, στον σεβαστό Δάσκαλό μου, δεν μπορώ να μην αναφερθώ παράλληλα στον αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Ευγένιο, τη σύγχρονη αυτή δεξαμενή της έμπρακτης παραδοσιακής ευλάβειας της Εκκλησίας Κρήτης, ο οποίος έγινε η αιτία να έχομε στην Κρήτη τον Δημήτριο Νεραντζή, αυτός που τον κράτησε κοντά μας, αφήνοντας στην άκρη την εκκλησιαστική μιζέρια της εποχής εκείνης, εννοώ κληρικούς και λαϊκούς, αυτή που εμποδίζει την ανάπτυξη του έργου και των Ιεροψαλτών, αυτό την εμποδίζει.
Σ´ αυτό το σημείο, αφού κάναμε αναφορά στον Κρήτης Ευγένιο, να κάνουμε αναφορά και σε όλους τους λοιπούς φίλους της Εκκλησιαστικής Μουσικής, αυτούς που δεν είναι σ´ αυτή τη ζωή και φυσικά σε κείνους τους μακαριστούς Δασκάλους της Μουσικής μας, που βρίσκονται στην άλλη ζωή. Ας είναι αιωνία η μνήμη τους!
Βλέπετε, η ανθρώπινη αδυναμία και η απώλεια της λεπτότητας, (sensibilité), ευαισθησίας, της ψυχής από την κακή εξοικείωση με τα θεία, μπορεί να φθάσει στην πνευματική αφασία. Το έζησα αυτό ως μαθητής, κοντά στον Δάσκαλό μου. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο το φορτίο της βεβαρημένης πνευματικής ατμόσφαιρας της εποχής μας, ως προείπαμε, αλλά και η εσωτερική ανεπάρκειά μας που δεν αναγνωρίζει, τι αξία έχουν οι εκκλησιαστικές τέχνες, που δεν έχει τη δύναμη να αξιολογήσει ότι, μέσω αυτών μπορεί, να κάνει θαύματα και να μεταδώσει τόσα, όσα δεν μπορεί ακόμα και ένας πολύ καλά πειθαρχημένος λόγος να μεταδώσει και πού, δυστυχώς, δεν κατανοεί ότι η Εκκλησιαστική Μουσική δεν είναι μουσική υπόκρουση, για να τελέσει ο λειτουργός τις Ιερές Ακολουθίες, τη Θεία Λειτουργία και τα Μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά έμπρακτη θεολογία.
Αν, λοιπόν, κρατήσουμε το ένα πόδι πίσω στη μουσική μας παράδοση, ως προείπαμε, ως θεολογία, που θεραπεύει και όχι μονάχα ως χάρισμα της φωνής ή της γνώσης της μουσικής, που φυσικά αυτό σημαίνει ανεκκλησίαστο βίωμα και το άλλο πόδι το πατήσουμε πάνω στο πεδίο που θέτει το θέμα του Συνεδρίου σας, «Η ψαλτική τέχνη στη σύγχρονη εκκλησιαστική και κοινωνική πραγματικότητα», τότε δημιουργείται ένας ελπιδοφόρος βηματισμός, που θα μας αναγκάζει να μαρτυρήσουμε ευθαρσώς ότι χρειάζεται μελέτη, προγραμματισμός και ενίσχυση της μουσικής εκκλησιαστικής παιδείας. Δυστυχώς, δεν κάνουμε το καθήκον μας και αναφέρομαι σε όλες τις πλευρές και με καλόπιστη κριτική διάθεση. Δεν φτάνουν τα ευχολόγια, οι δε παρουσιαζόμενες εντάσεις, οι συνήθεις νεοελληνικές εντάσεις, δεν βγάζουν πουθενά.
Επί πλέον, η εκκλησιαστική μας μουσική είναι έμπρακτη θεολογία και ως τοιαύτη δεν νοείται κεχωρισμένη της λειτουργικής επιστήμης. Εδώ θυμούμαι, με δέος, όσα δίδασκε και έλεγε ο αρίζηλος, μεγάλος σκαπανέας και Καθηγητής της λειτουργικής επιστήμης, αείμνηστος Ιωάννης Φουντούλης, ο οποίος μας δίδαξε, εκτός των άλλων, το γιατί η χρήση της μουσικής εκκλησιαστικής τέχνης, δεν πρέπει να αφίσταται της όλης λατρείας της Εκκλησίας, γινόμενη αυτόνομη ηθοποιητική επίδειξη.
Το ξέρει πολύ καλά, ο πολύ στενός του συνεργάτης, ο συντοπίτης μου, Καθηγητής Πανεπιστημίου, κ. Αντώνιος Αλυγιζάκης, δόκιμος και άξιος εργάτης της Μουσικής μας, ο οποίος μπορεί να σας περιγράψει, με την ακαδημαϊκή του κατάρτιση, τι λάβαμε όλοι εμεις οι φοιτητές από την τέλεση των αρχαϊκών τύπων της λατρείας, στη Θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης και τι αγγίξαμε εν τη πράξει, ως λειτουργική γεύση, κατά την τέλεση των Αρχαίων Λειτουργιών της Εκκλησίας και των παλαιών ιερών Ακολουθιών, κατά τα τότε λειτουργικά φροντιστήρια, της εν λόγω Θεολογικής Σχολής. Τα βιβλία του Καθηγητή Αντωνίου Αλυγιζάκη, αλλά ιδιαίτερα εκείνα με τις λειτουργικές ασκήσεις, αυτών των αρχαϊκών τύπων, της λατρείας, δίνουν πολύ χώρο για γόνιμο προβληματισμό σε σχέση με το σήμερα.
Ακόμα επιθυμώ να αναφερθώ στον έτερο Καθηγητή, τον κ. Γρηγόριο Στάθη. Δεν θα πω για τις εξαιρετικές μελέτες του και την αξιοσύνη του, δεν είμαι ο κατάλληλος για να μιλήσω για την προσφορά του. Θα πω μόνο κάτι που θυμάμαι ως φοιτητής, στη Θεσσαλονίκη, σε κάποια μουσική συνάφεια, κατά την οποία είχε έλθει ο κ. Γρηγόριος Στάθης. Ενώπιον αρκετών διακεκριμένων Ψαλτών της Βορείου Ελλάδος, είχε ερωτήσει αν γνωρίζουν, πόσα είναι τα καταγεγραμμένα χερουβικά από παλαιά χειρόγραφα, κάποιων συλλογών, αν θυμάμαι καλά. Κανείς δεν γνώριζε και όταν απάντησε, περίπου 1000 χερουβικά, ρώτησε, στη συνέχεια, πόσα από αυτά γνώριζαν οι παριστάμενοι ψάλτες, φυσικά ελάχιστα. Εδώ τώρα, όπως καταλαβαίνετε, υπαινίσσομαι την κατάσταση εκείνη της εκτύπωσης νέων μουσικών συνθέσεων, που μερικές φορές μάλιστα ονομάζονται «πρότυπες», «πρότυπες» ε;
Τη στιγμή που δεν είναι, αρκούντως, εφαρμοσμένα το Ειρμολόγιο του Ιωάννου, να λέω ένα, καθώς και άλλα κλασικά έργα μεγάλων Δασκάλων, τι στιγμή που τίθεται το ζήτημα της λεγομένης παλαιάς γραφής, των παλαιών σημαδοφών κ.λ.π. και τι στιγμή που ακόμα και τα Μοναστήρια, δεν ακολουθούν τα παλαιά μαθήματα, κακοποιούν τις μήτρες των Ειρμών, των Προσομοίων και των λοιπών βάσεων του Ειρμολογίου ή αλλάζουν, μερικοί, τα μουσικά μέτρα επ´ ωφελεία, όπως λένε, του νοήματος, ως να ήσαν αγράμματοι εκείνοι που τα γράψαν κ.λ.π.
Δείτε, επίσης, π.χ. την περιθωριοποίηση του σεμνοπρεπούς λεγομένου «στίλβωτου» του Δοξασταρίου του Ιακώβου και τη χρήση πολλών άλλων οθνείων συνθέσεων, στις Ενορίες και στις Μονές. Αυτά, στις μέρες μας, λέγονται παράδοση! Ως γνωρίζετε, καλύτερα από μένα, μπορούμε να καταγράψουμε ένα πλήθος άκριτων πρωτοτυπιών εντυπωσιασμού που επενεργούν κακώς, όχι μόνο επιφανειακά, επί της θεμελιακής δομής της υμνολογίας, της λατρείας, του τυπικού και της μουσικής εκτέλεσης, με περιφρόνηση προς τους παλαιούς, μεγάλους Δασκάλους της Εκκλησιαστικής Μουσικής, με τη σύνθεση ηδυπαθών, θυμελικών μελών.
Τι να πω ότι, στην Ελλαδική επικράτεια, πάνε να αλλοιωθούν ο τέταρτος και ο δεύτερος ήχος; Ότι πάει να καθιερωθεί, εσχάτως, ο ηλεκτρονικός ισοκράτης; Ότι πάει να εισαχθεί ένας λειτουργικός συναισθηματισμός, νέων συνθέσεων γοητείας, πολλάκις προερχόμενος από Μονές, που ψάλλονται κατά τη διάρκεια του κοινωνικού – «νόει ἅ λέγω» – και όχι μόνο. Στην πραγματικότητα, υποκρύπτεται ο αιθέρας του συναισθήματος θρησκευτικών τραγουδιών, προτεσταντικής κατεύθυνσης, με μεταλλαγμένο τον συναισθηματισμό τους, αφού καμουφλάρονται και ντύνονται, στην εποχή μας, με ορθόδοξα περιβλήματα και κλίμακες, έρποντος υποδορίως ενός εντελώς αντορθόδοξου ήθους.
Χωρίς ὑγιές μουσικό εκκλησιαστικό, ορθόδοξο φρόνημα, ελλοχεύει ο κίνδυνος η μουσική της λατρείας να φθάσει έως του σημείου του φαντασιακού συναισθήματος, δηλαδή να γίνει ψυχική νόσος, τύπου μάλιστα μανίας. Πρόκειται, δηλαδή, περί της τμήσης, θεωρίας και πράξεως, με πλοκή σύνθεσης, μόνο περιγραφικής δεξιοτεχνίας. Λέει: ο Άγιος Παΐσιος, ο Αγιορείτης: «Καταλαβαίνετε τί πάει νὰ γίνη; Θὰ φύγη ἡ παράδοση καὶ θὰ μείνει ἡ παράβαση! Καταλαβαίνετε πόσο σοβαρὸ εἶναι αὐτό;», ερωτά ο Άγιος.
Και για να μη νομισθεί ότι παράδοση είναι μόνο ότι ξέρουμε για τους τελευταίους αιώνες, καλό θα ήταν να πάμε το πόδι, που λέγαμε, πίσω. Αυτό το πόδι πρέπει να πάει ακόμα λίγο πιό πίσω, στις αποτεθησαυρισμένες δομές της αρχαϊκής λατρείας και σε σχέση με το σήμερα, να χαράξουμε μια τέτοια πορεία που αφ´ ενός μεν, να είναι εν τη παραδόσει αφ´ ετέρου δε, να γίνεται εύληπτη από τη σύγχρονη κουρασμένη ψυχή που αναζητά την ανάπαυση του Θεού.
Η σημερινή δομή της λατρείας, όπως μας δίδαξε ο Καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης, αιωνία του η μνήμη, εγώ λέγω την ευχή του να χουμε, είναι μίγμα του ασματικού και του μοναχικού τυπικού. Ποιές ήταν οι μελωδίες του μεν και ποιές ήταν οι μελωδίες του δε; Έχει ενσκήψει σοβαρά η σημερινή εκκλησιαστική πραγματικότητα, πάνω σε αυτά; Στά λειτουργικά βιβλία, στα λάθη τους, στη συμβολή κυρίως των κληρικών, μετά των Ιεροψαλτών, για την κατάργηση της τάξεως της καθ´ ημέραν ακολουθίας, όταν γίνεται λειτουργική σύναξη και δεν προβλέπεται διάταξη εορτάσιμης ημέρας και άλλα τινά.
Ποιά η χρήση των αργών μελών, π.χ. αργών Καταβασιών, αργών Δοξολογιών, αργών Χερουβικών κ.λ.π., που προσωπικά τόσο αγαπώ, σε σχέση με τη σημερινή, (réalité), πραγματικότητα; Έτσι απλά, θέτω ένα άλλο ερώτημα, για ένα αναστοχασμό των ιεροψαλτικών πραγμάτων. Αν συνεχίσει κανείς είναι εύκολο να απαριθμήσει πολλά και είναι φυσικό να με ερωτήσετε: τι κάνει η Ιερά Σύνοδος; Πολύ εύλογο το ερώτημα.
Η Εκκλησία στη εποχή μας, δεν είναι έτοιμη να κάνει τις τομές εκείνες – όταν λέω τομές δεν εννοώ συμβιβασμό με τον εκσυγχρονισμό που εισηγούνται μερικοί – τις τομές, λοιπόν, εκείνες που είναι ανάγκη να γίνουν, προκειμένου να εκκλησιάσει τη ζωή των περισσοτέρων ανθρώπων και δη νέων. Σας το λέω αυτό, από διαπιστώσεις που εξάγονται από την ποιμαντική διακονία.
Είπαν, κάποτε, στον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης Τιμόθεο: «Σεβασμιώτατε, να αρχίζει το πρωί η ακολουθία αντί στις 7, στις 7.30, διότι τα ωράρια των ανθρώπων άλλαξαν στην εποχή μας». Και ενώ συμφώνησε, απόλυτα, το ήθελε αυτό, στη συνέχεια, σταμάτησε λίγο, σκέφθηκε και είπε: «Όχι, παιδιά μου, γιατί θα μας πουν ότι αλλάζουμε τη θρησκεία»!
Είναι ο φόβος από το τραύμα της νεοελληνικής πραγματικότητας, ευρισκόμενος εν τω βάθει, συνειδητού, υποσυνείδητου και ασυνείδητου, με αποτέλεσμα να βλέπουμε στην πράξη, τη δυσκολία της Εκκλησίας να ενεργήσει και από την άλλη τις θεωρίες διανοούμενων ή χαρισματικολογούντων θεληματιών, που εκλαμβάνουν το κάθε τι, μέσα από τη διάσταση της λεγομένης καταστροφικής ιδιωτικής ευσεβείας και της ανυπακοής, του ανεκκλησιάστου βίου.
Αυτός ο ύπουλος εκκλησιαστικός τραυματισμός, συμπαρομαρτούντων και άλλων πνευματικών κακών, εκκολάπτουν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, για την παράδοση, την οποία και σεις υπηρετείτε, συγχωρέστε μου τον όρο, ένα είδος διακοσμητικού συμβόλου, προκειμένου αυτού του είδους η νέα παράδοση να δύναται ανενόχλητη να ενεργεί κατά το ίδιον αυτής θέλημα, οσάκις και οπότε και όπως αυτή νομίζει.
Θέλω να κλείσω, σιγά – σιγά, με μία δημοσιευμένη εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις 8 Ιανουαρίου του 1880, επειδή άκουσα αναφορές για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τι είναι Οικουμενικό Πατριαρχείο; Είναι ένας φορέας εξουσίας ή ένας φορέας μιας λειτουργίας του Θεού, εν τω κόσμω, δια της παραδόσεως και όχι ως εκλαμβάνεται, δηλαδή μόνο ως ιστορικής συνείδησης;
Λοιπόν, αυτή η Εγκύκλιος, στην τότε Κωνσταντινούπολη, που είναι η πηγή της εκκλησιαστικής μουσικής μας, λέει προς τους: «Εν Κωνσταντινουπόλει ἱεροψάλταις», την οποία υπογράφει ο Μέγας Πρωτοσύγκελλος Αθανάσιος, λέει: «Συνῳδά τῇ προεκδοθείσῃ ἐγκυκλίῳ πρός τούς ἱεροψάλτες τῆς Βασιλευούσης περί τῶν καθηκόντων αὐτῶν, τοῦ σεβασμίου τρόπου τοῦ ἵστασθαι ἐν ταῖς ἱεραῖς ἐκκλησίαις καί ψάλλειν ἐν φωναῖς αἰσίαις, κατά τούς συνοδικούς κανόνας κ.τ.λ. παραγγέλλονται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας καί τά ἐφεξῆς ἀπολύτως χρήσιμα, ὡς ἀφορῶντα τό ὁμοιόμορφον τῆς ἱερᾶς ψαλμῳδίας πάντων τῶν ἱεροψάλτων, ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς ἐκκλησίαις.
Α’. Πάντων τῶν τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ δοξαστικῶν, στιχηρῶν, προσομοίων, καθισμάτων, ἀπολυτικίων, εἱρμῶν, κανόνων, καταβασιῶν, ἀργῶν τε καί συντόμων, τῶν ἐμπεριλαμβανομένων ἐν ταῖς ἱεραῖς βίβλοις τῆς Παρακλητικῆς, τοῦ Τριῳδίου, τοῦ Πεντηκοσταρίου, καί τοῖς δώδεκα Μηναίοις, οἱ χοροστατοῦντες πρέπει νά ἐκστηθίζωσι τά μέλη καί ψάλλωσιν αὐτά κατά γράμμα, ὡς εὕρηνται τονισμένα ἐν τοῖς μουσικοῖς βιβλίοις, εἰ δυνατόν δέ, νά ἐκστηθίζωσι καί τά κείμενα τῶν δεσποτικῶν καί μεγάλων ἑορτῶν, ἵνα μή ἀναγκάζωνται κύπτειν ἀτόπως καί φυλλομετρεῖν τάς βίβλους καί αἰτιᾶσθαι τούς κανονάρχας διά τάς ἐξ ἀμελείας αὐτῶν προκυπτούσας χασμῳδίας, τοῖς δέ πρωτοπείροις ψάλταις παραγγέλλομεν ἐντόνως, ἵνα οὐδέποτε ψάλλωσί τι ἄνευ μουσικῆς βίβλου, ἕως οὗ ἡ πολυχρόνιος ἄσκησις καί πεῖρα καταστήσῃ αὐτούς τοιούτους, ὥστε νά ψάλλωσιν ἀπταίστως καί μετά θάρρους».
Ακούτε τι λέει; «…ουδέποτε θα ψάλετε κάτι, μέχρι η πολυχρόνιος άσκηση και πείρα, σας καταστήσει να ψάλετε απταίστως και μετά θάρρους…». Τώρα, όλοι είμεθα πρώτοι. Το καράβι έχει πολλούς αξιωματικούς, αλλά αναζητά ναύτες.
Ας ακούσομε παρακάτω, τι λέει, η εν λόγω Εγκύκλιος, μιας και προείπαμε για πρότυπες συνθέσεις, ακούστε: «Β’. Τό μέλος τούτων θέλει διδάσκεσθαι καί ψάλλεσθαι εἰς τό ἑξῆς ἐκ τῶν καθιερωθέντων ἔκπαλαι ὑπό τῆς Ἐκκλησίας μουσικῶν βιβλίων, ἤτοι τοῦ συντόμου Ἀναστασιματαρίου Πέτρου τοῦ Βυζαντίου, τοῦ συντόμου Δοξασταρίου Πέτρου τοῦ Πελοποννησίου, τοῦ Εἰρμολογίου Π. τοῦ Βυζαντίου, καί τοῦ ἀργοῦ Δοξασταρίου Ἰακώβου πρωτοψάλτου, τά ἀμέσως ἐκ τῆς ἀρχαίας γραφῆς ἐξηγηθέντα ὑπό τῶν ἀειμνήστων διδασκάλων Γρηγορίου καί Χουρμουζίου, καί ἐκδοθέντα εἰς τύπον τό μέν Ἀναστασιματάριον κατά πρῶτον ἐν Βουκουρεστίῳ ὑπό Π. τοῦ Ἐφεσίου, καί Β’ ὑπό Χουρμουζίου, τό δέ σύντομον Δοξαστάριον κατά πρῶτον ὑπό τοῦ αὐτοῦ Π. Ἐφεσίου, καί Β’ ὑπό Θ. Φωκαέως, τό Εἰρμολόγιον δέ κατά πρῶτον ὑπό Χουρμουζίου, καί Β’ ὑπό Ἰωάννου πρωτοψάλτου, τό δέ ἀργόν Δοξαστάριον ἅπαξ ὑπό Θ. Φωκαέως∙ τῶν δέ νεωτέρων μελοποιημάτων, τῶν ἐν διαφόροις ἐκδόσεσι περιφερομένων, ἀπαγορεύεται ἡ χρῆσις ἐν ταῖς ἱεραῖς ἐκκλησίαις, ὡς στερουμένων τῆς ἁπλότητος καί τοῦ εὐρύθμου, τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς ἀρχαίας ἱερᾶς ψαλμῳδίας, δύνανται δέ ταῦτα νά χρησιμεύωσι πρός ἰδιαιτέραν μελέτην ἑκάστου».
Τα νεώτερα μελοποιήματα όχι απλώς τα απαγορεύει, αλλά εξηγεί το γιατί, «διότι στερούνται της απλότητος και του ευρύθμου που είναι χαρακτηριστικά της αρχαίας ιεράς ψαλμωδίας». Δηλαδή, θα λέγαμε, ότι η πολυπλοκότητα που υπαινίσσεται είναι κάτι σαν το μπούχτισμα της αγιογραφίας που προείπα. Η εκκλησιαστική μουσική, είναι αρχαϊκή. Είναι ο βηματισμός, το άσμα του βηματισμού, για την είσοδο στο Μυστήριο της Βασιλείας του Θεού και όχι η πολυπλοκότητα.
Και συνεχίζει η εγκύκλιος, ως εξής: «Γ’. Ἐκ τοῦ παππαδικοῦ μέλους ψάλλονται χερουβικά μέν κατά πᾶσαν κυριακήν τά τῆς ἑβδομάδος σύντομα, καί τά τοῦ Πέτρου τοῦ Βυζαντίου, ἐν ἐκτάκτοις δέ περιστάσεσι, καί τά τοῦ Γρηγορίου καί Κωνσταντίνου τῶν πρωτοψαλτῶν, κοινωνικά δέ τῶν κυριακῶν ψάλλονται τά τοῦ Δανιήλ καί τοῦ Πέτρου, κοινωνικά δέ τῶν ἑορτῶν τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ καί τῶν ἁγίων ψάλλονται τά τοῦ Πέτρου, Δανιήλ καί Γρηγορίου τῶν πρωτοψαλτῶν. Δοξολογίαι δέ μεγάλαι ψάλλονται αἱ τοῦ Π. τοῦ Πελοποννησίου, τοῦ Π. Βυζαντίου, τοῦ Π. Βυζαντίου, Ἰακώβου, ἡ τοῦ Δανιήλ καί Γρηγορίου, αἱ δέ σύντομοι δοξολογίαι Μανουήλ πρωτοψάλτου, ταῦτα δέ πάντα ἐκ τῶν δοκίμων ἀρχαίων ἐκδόσεων Χουρμουζίου, Θ. Φωκαέως καί τῆς Πανδέκτης Ἰωάννου πρωτοψάλτου».
Στο παρακάτω μέρος της Εγκυκλίου, ακούστε, τώρα, ένα ωραίο, οι ειδικοί τα ξέρουν, απλά τα λέω προς αναστοχασμό, όπως είπα ποιό πάνω: «Δ΄ Ἐν ταῖς πανηγύρεσι τῶν ἱερῶν ἐκκλησιῶν ἀπαγορεύονται ψάλλεσθαι διά λόγους οὕς οἶδεν ἡ Ἐκκλησία τά ἀνοιξαντάρια καί τό ὀκτάηχον Θεοτόκε παρθένε, ἅτινα μόνον ἐν ταῖς ἀγρυπνίαις χρησιμεύουσι καί διά τοῦτο ἐτονίσθησαν, ψάλλεται δέ μόνον τό Μακάριος ἀνήρ τοῦ Μανουήλ, καί ἐν ὡρισμέναις τισί περιστάσεσι τά κεκραγάρια Ἰακώβου πρωτοψάλτου. Ἐν δέ τῇ ἱερᾷ λειτουργίᾳ ἀπαγορεύονται, ἅμα τῇ ἐξόδῳ τῶν Ἁγίων, αἱ μεγάλαι φωναί, καί τά κρατήματα, καί ἐπιβάλλεται τοῖς ψάλταις ἵνα σιγῶσι, μέχρι τῆς εἰσόδου τῶν λειτουργῶν εἰς τό ἅγιον Βῆμα, ἀπαγορεύονται πρός τούτοις καί τά λεγόμενα λειτουργικά, ἀνταποκρίνονται δέ τῷ ἱερεῖ οἱ χοροί ἐν ταῖς ἐκφωνήσεσιν αὐτοῦ διά ταπεινῆς καί ἡσύχου μονῳδίας κατά τό ἔθιμον τῆς Μ. Ἐκκλησίας, τά δέ τυπικά οὐδέποτε πρέπει νά ἐγκαταλιμπάνωνται, ἐκτός τῶν μεγάλων ἐορτῶν, ἐν αἷς ψάλλονται τά ἀντίφωνα.
Ακούσατε, τι λέει; «Για λόγους που ξέρει η Εκκλησία». Αυτό είναι το ποιμαντικό μέρος. Και η Εγκύκλιος κλείνει, ως εξής: «Ταῦτα ἐγκριθέντα ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, ὑποβάλλονται εἰς ἕκαστον ἱεροψάλτην, ἐφιστᾶται δέ ἡ προσοχή αὐτῶν ἵνα μή τις ἐξ ἐγωϊσμοῦ, ἤ αὐταρεσκείας παρεισάγῃ ἐν ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς ἀδόκιμα καί ἀνάρμοστα ἰδιαίτερα μέλη, ἐκτός τῶν ἐγκεκριμένων καί παραδεδεγμένων ἔκπαλαι παρά τῆς Ἐκκλησίας. Οὐδείς δέ προϊστάμενος ἱερᾶς ἐκκλησίας, ἤ ἔφορος, ἤ πρόκριτος δύναται νά καταναγκάσῃ τόν ἱεροψάλτην ἵνα ψάλῃ τι ἀπᾷδον τῇ παρούσῃ ἐγκυκλίῳ. Ὁ μή συμορφωθησόμενος πρός τάς ἐκκλησιαστικάς ταύτας παραγγελίας τιμωρηθήσεται παραδειγματικῶς».
Καταλαβαίνετε, από τα παραπάνω, ότι υπήρχε κανόνας εκκλησιασμένης υπακοής. Μέσα στο σημερινό ξεχαρβάλωμα, σας παρακαλώ να ενσκήψετε σε αυτά και να κάνετε και 3ο και 4ο Συνέδριο.
Θα κλείσω με μερικές φρασούλες, που μ΄ αρέσουν. Για μεν τα στραβά, κάπου είναι γραμμένο: «Το στραβό κάποια στιγμή, θα βρει τον δρόμο του, αλλά κι αν δεν βρει τον δρόμο του, είναι προτιμότερο να πεθάνει, αληθινό».
Για δε τα αληθινά, μου το είπε, κάποιος, Αγιορείτης Μοναχός: «Το αληθινό, τιμάται περιφρονούμενο, το δίκαιο, δικαιώνεται αδικούμενο και η ζωή ανίσταται εκ του τάφου στραυρούμενη και θαπτώμενη».
Το τρίτο, που είναι και το τελευταίο – σήμερα είναι η μνήμη του Αγίου Πορφυρίου, του Καυσοκαλυβίτη, ο οποίος είναι ο Πατήρ της εισηγήσεως της «Επίγειας Άκτιστης Εκκλησίας», το λέγαμε και το πρωί στην Ιερά Σύνοδο, που λέει, «Σ΄ αυτήν πρέπει να μπούμε». Λέει «Επίγεια», που είναι το ιεροκανονικό σύστημα της Εκκλησίας, αλλά συνεχίζει λέγοντας την «Άκτιστη Εκκλησία», και ο οποίος, Άγιος Πορφύριος, έλεγε πολλά για το πως αντιμετωπίζεται η σημερινή κόπωση της ψυχής. Υπάρχουν βιβλία που τα γράφουν.
Θα πρέπει να φιλανθρωπεύσουμε όλοι μας, υπέρ του σημερινού πάσχοντος ανθρώπου. Οι ιδεολογίες δεν σώζουν, τα βιώματα σώζουν. Και μιας και είναι σήμερα η μνήμη του Αγίου Πορφυρίου, να ζητήσουμε την ευχή του, για να γίνουμε «Επίγεια Άκτιστη Εκκλησία» και οι Ψάλτες μας να ψάλουν, ως οι ιεροφάντες στο Μυστήριο της Εκκλησίας που δεν θέλει να προκαλέσει το συναίσθημα, αλλά θέλει να στρέψει τον άνθρωπο στον έσω κόσμο της άκτιστης πραγματικότητας, της λατρείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας – το τρίτο, λοιπόν, είναι από τον Οδυσσέα Ελύτη, που το αφιερώνω στους Ψάλτες, αφού μεταφέρω και πάλι την ευλογία και την αγάπη της Εκκλησίας Κρήτης: «Ότι χαθεί χάνεται για πάντα, ότι σώσεις μες στην αστραπή καθαρό, στον αιώνα θα διαρκέσει». Ευχαριστώ πολύ.-
2 Δεκεμβρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Πορφυρίου, του Καυσοκαλυβίτου.
† Ο Γορτύνης και Αρκαδίας Μακάριος