Ομιλία κατά την Δοξολογία της 28ης/10/2005, στον Ι. Μ. Ν. Αγ. Γεωργίου Μοιρών. Του κ. Ι. Αναγνωστάκη, Διδασκάλου (2005)

Ομιλία που έγινε στον Ι. Μ. Ν. Αγ. Γεωργίου Μοιρών κατά την Δοξολογία της 28ης/10/2005

 

Είναι η Πίστη: Σεβασμιώτατε Δέσποτα

Είναι το χρέος: Αξιότιμε κύριε Δήμαρχε.

Είναι το καθήκον: Αξιότιμε κύριε Διοικητή Αστυνομικού Τμήματος Μοιρών

Είναι η τιμή: Αξιότιμε κύριε προϊστάμενε πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης 4ου Γραφείου Ν. Ηρακλείου.

Είναι το <<γνώθι σ’αυτόν>>: Επιζόντες μαχητές του ’ 40.

Είναι η ελπίδα: που μεταλαμπαδεύεις, αγαπητέ συνάδελφε.

Είναι ο μύθος: Σεβαστή μου γιαγιά.

Είναι ο θρύλος: Ελληνίδες και Έλληνες.

Είναι το Ιερό μένος: Νέοι και νέοι μας.

Είναι η φλόγα: που ανάβει η μάνα στα στήθη του τέκνου της.

Είναι η συνέχεια: της φυλής μας της σαρανταπληγιασμένης.

Είναι το έπος του’ 40: που έρχεται να θυμίσει ότι σκοπός της ζωής είναι η αέναη πόλη μεταξύ των δυνάμεων του σκότους και του φωτός.

Είναι το έπος του’ 40: που έρχεται να θυμίσει στον κάθε ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο, πως η απάντηση στους ανθρώπους της βίας και της καταπίεσης είναι μία: Αγώνας και θυσία. Κι αν έρθει το βόλι καλοδεχούμενο. Το βόλι που έρχεται, απρόσμενα, για να μας θυμίζει: <<Για την Πατρίδα ο θάνατος, θάνατος δε λογάται>>.

Το βόλι που έρχεται, θεϊκό δώρο μπορεί κανείς να πει, για να πυρπολήσει τις ψυχές για αγώνες δημιουργίας, τόλμης και αρετής.

Το βόλι που δεν σκορπά τον πόνο και το μοιρολόι, αλλά γεμίζει τις ψυχές εθνική υπερηφάνεια και ανάταση ψυχική.

Κλείνω τα μάτια και βλέπω: ανήμερα της χάρης της Παναγίας να πυρπολείται στην Τήνο το έναδρο πυρπολικό μας <<Έλλη>>.

Κλείνω τα μάτια και νιώθω: την πίκρα που κυριεύει τις Ελληνικές ψυχές.

Κλείνω τα μάτια και ακούω: τις μυριόστομες φωνές τις αγανάκτησης. Ζητάνε τη δίκαιη τιμωρία των άνανδρων εκείνων, σύμφωνα με τους νόμους του πανανθρώπινου δικαίου, της Δημοκρατίας και της ηθικής. Κι εκεί μπροστά στην εικόνα της παρθένας δίδουν τον όρκο: όχι δεν θα περάσει ο φασισμός.

Πισωπλατεί στα χνάρια του ο Έλληνας κι αναθυμάται το: <<Μολών λαβέ >> του λεωνίδα.

Πισωπλατεί στα χνάρια του ο Έλληνας κι ανανιστοράται το: Την πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εστί ουτ’ άλλων των ενοικούντων εν ταύτη: κοινή γαρ γνώμη αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών.

Πισωπλατεί στα χνάρια του ο Έλληνας και τραγουδεί: καλύτερα μιας ώρας ελεύθερης ζωής, παρά σαράντα χρόνους σκλαβιά και φυλακή.

Πισωπλατεί στα χνάρια του ο Έλληνας και φέρνει στο νου του το: ελευθερία ή θάνατος των αγωνιστών του’ 21. Το όχι του’ 40 ήταν η απόφαση ενός λαού, που πιστός στις παραδόσεις, στους μύθους, και στους θρύλους του, θέλει να συνεχίσει να διαδραματίζει το ρόλο του και να διεκδίδει τα δικαιώματα στην παγκόσμια κοινότητα. Το όχι του’ 40 ήταν η υπέρτατη θυσία ενός λαού, που διαμπνεόμενος από τα νάματα της Δημοκρατίας, δημιουργεί έργα ειρήνης, έργα χαράς.

<<Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλθακότητας>> το αιώνιο μήνυμα του Ελληνικού πνεύματος ηχεί και σήμερα στ’ αυτιά μας ανέγγιχτο και σπινθηροβόλο.

Κί ήρθαν, λέει, με βιολιά και με κιθάρες να πιούνε σε τρεις μέρες καφέ κάτω από τις παλλάδας τον Υπέρλαμπρο Ναό. Κι ακούς τώρα τη Σοφία Βέμπο, την τραγουδίστρια της Νίκης: <<Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και την σκούφια την ψιλή του μ’ όλα τα φτερά. Και μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει , βρε, τον φουκαρά.>>

Παίρνει η αύρα τη φωνή της και τη φέρνει στης Πίνδου τις βουνοκορφές. Πάλλεται η καρδιά του Έλληνα κι ακράτητος: Εμπρός.

Και κάτω από τη Σκέπη της Υπερμάχου Στρατηγού πιστός στο θαύμα, πετυχαίνει το θαύμα.

<<Της Σκέπης σου, παρθένε, ανυμνούμεν τας χάριτας… Μπροστά η Υπέρμαχος πίσω ο στρατός και παραπίσω ένας λαός, που μάχεται υπερήφανα για αξιοπρέπεια και τιμή. Και βλέπεις… βλέπεις τις γυναίκες τις Πίνδου να τραμπαλίζονται στ’ ανεμοβρόχι και στα καταράχια για να μεταφέρουν τρόφιμα, πολεμοφόδια και φαρμακευτικό υλικό. Κι ήρθαν τα χιόνια. Πάνω στα χιόνια, άλλα χιόνια. Κι ήταν η γάγγραινα. Στο πρόχειρο χειρουργείο. <<Γιατρέ, δώσε μου την άδεια να πάω στο μέτωπο>>. Κι ήταν οι βροχές. Βροχές ατέλειωτες, ασταμάτητες. Κι ήταν οι καταβόθρες. Να χάσκουν στ’ απύθμενα βάθη. Κι ήταν οι αρκούδες χιλιάδες, πεινασμένες αρκούδες. Κι ήταν οι ψείρες. Τη νύχτα πορεία. Την ημέρα ο κρότος του πυροβολικού. Από το βράδυ ως το πρωί  ίδιο σκηνικό. Κι οι Ιταλοί να βαρούν. Να σφυρίζουν δαιμονικά, αδιάκοπα οι οβίδες. Ήταν κι η προπαγάνδα. Από το πρωί ως το βράδυ ο τηλεβόας: Έλληνες στρατιώτες.. Πετάξτε τα όπλα.. Είμαστε φίλοι.. Είμαστε γείτονες.. Κι ακούς το τραυματία, που αφήνοντας στερνή πνοή, ψηθυρίζει: να εκεί στον απέναντι λόφο.. βλέπεις.. είναι ο αδελφός σου, ο βορειοηπειρώτης. Ανοίγει την αγκαλιά του και σου φωνάζει: Έλα.

Κι ήταν οι αιχμάλωτοι. Χιλιάδες αιχμάλωτοι. Να πετούν τα όπλα, να σηκώνουν τα χέρια, να πέφτουν στα γόνατα. Αξιολύπητα ανθρωπάκια ζητούν έλεος. Κι εδώ η μεγαλοψυχία. Ο Έλληνας φαντάρος δεν σκοτώνει. Προσφέρει βοήθεια. Λίγο ψωμί, λίγο κονιάκ και λόγια ζεστά. Κι ο κόσμος βλέπει. Κι ο κόσμος ακούει. Κι ο κόσμος σαστίζει. Δεν μπορούν να καταλάβουν οι δυνατοί, πως εδώ δε μάχεται το σώμα. Μάχεται το πνεύμα. Ο λογχοφόρος ο αιώνιος, η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμινομάχων που δίδαξαν ότι το πνεύμα δε νικιέται ποτές. Λίγο ακόμη και τους πετάξαμε στη θάλασσα. Λίγο ακόμη. Δεν αντέχει άλλο ο Ιταλός. Καταντροπιασμένος ζητάει βοήθεια από τον ομοϊδεάτη του, τον Χίτλερ.

Και καταφτάνουν οι Ναζί για ν’ αποτελειώσουν το έγκλημα. Έρχονται από τα νότα του Ελληνικού στρατού. Δεν μπορεί ο στρατός μας ν’ αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του άξονα. Διατάσσεται υποχώρηση. Κι έρχεται η κατοχή. Βαριά η μπότα του καταχτητή. Βαρύ και το τίμημα του Ελληνικού λαού. Σκοτάδι πηχτό, μαύρο, χειροπιαστό, το σκοτάδι της κατοχής. Πείνα, δυστυχία, θάνατος. Εκτελέσεις, ολοκαυτώματα. Οι αναμνήσεις νωπές !!! Απαγορεύεται.. θάνατος. Μοιρολόι ασταμάτητο, κλάμα βουβό και πόνος αβάσταχτος. Φωτιά κι ατσάλι. Και μέσα στ’ αποκα  δια να τρεμοπαίζει μια σπίθα. Όσο αίμα κι αν έχυσαν πάνω της δεν μπόρεσαν να την σβήσουν. Είναι η σπίθα της αδούλωτης Ελληνικής ψυχής, που πάντα βρίσκει τον τρόπο να αντιπαλέψει τον όποιο κατακτητή. Κι αυτή ακριβώς η αδούλωτη Ελληνική ψυχή δημιούργησε την Εθνική μας Αντίσταση.

Η ιδιαίτερη πατρίδα μας, η Κρήτη, δίδει και πάλι το παρόν. Ενδεικτικά αναφέρομε: Τη μάχη της Κρήτης. Το σαμποτάζ στο αεροδρόμιο Ηρακλείου. Την απαγωγή του Κράϊπε. Το σαμποτάζ στο αεροδρόμιο Τυμπακίου. Το σαμποτάζ της Φανερωμένης. Το σαμποτάζ της δαμάστας. Τη μάχη στο τραχείλι. Τις εκτελέσεις στα σκούρβουλα. Τις εκτελέσεις στις Μοίρες. Τις εκτελέσεις της Γέργερης. Η λαϊκή Μούσα αποθανατίζει τις στιγμές. Αυγούστου Δεκατέσσερις, σπερνό της Παναγίας. Εικοσιπέντε πιάσανε, χωρίς καμιά αιτία. Εστέσανέ τζη στη γραμμή, ωσάν τσι στρατιώτες και φάγανε τα νιάτα ντως, οι άτιμοι προδρότες. Επαίξανε ντως στη ψυχή, ως παίζουν των περδίκω και φάγανε τα νιάτα ντως άδικα των αδίκω.. Η ολοκληρωτική καταστροφή των χωριών της Βιάνου. ¨ Καμένα χωριά ¨ έμειναν στην ιστορία του τόπου μας. Πολλοί, ίσως, από μας να θυμούνται τις χαροκαμένες Βιανίτισσες. Να στέκουν ώρες ατέλειωτες στην πόρτα μας, πονεμένες, μαυροφορεμένες, αμίλητες. Μα πάνω απ’ όλα υπερήφανες. Υπερήφανες σαν κι εσένα.. κι εσένα, που ξέρεις να θυσιάζεσαι, σαν χρειαστεί.

Περίπου πέντε χρόνια βάσταξε η κατοχή, χρόνια μαύρα, χρόνια θλίψης, πείνας χρόνια, χρόνια δυστυχίας, χρόνια εκτελεσμών, εκτελέσεων, καταστροφών. Ανυπολόγιστες οι καταστροφές καθώς κατάγραψε μεταπολεμικά η Επιτροπή με Πρόεδρο τον αείμνηστο Νίκο Καζαντζάκη.

Ώσπου υψώθηκε στο Ναό της παλλάδας το γαλάζιο πανί. Ανέγγικτο, σπινθηροβόλο, ελπιδοφόρο. Ήλιος υπέρλαμπρος. Με το σταυρό να λαμπυρίζει στην κορυφή του. Και να ξεχύνεται στους δρόμους ο λαός. Χιλιάδες σημαίες, εκατομμύρια σημαίες. Που βρέθηκαν, Θέ μου, τόσες

σημαίες; Τρέχουν, αγκαλιάζονται, φιλιούνται, χορεύουν. Είναι η ανάσταση. Αναπνέουν ευχαριστίες προς την Αειπάρθενο: Τη Υπερμάχο Στρατηγώ τα νικητήρια. Μυριόφωνος, μυριόστομος ο Ύμνος της Φυλής:

¨ Σε γνωρίζω απ’ την κόψη

του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω απ’ όψη

που με βια μετράει τη γη.. ¨

Χαιρόμαστε κι εμείς σήμερα. Χαιρόμαστε κι αναπέμπομε ευχαριστίες στην Παρθένα. Της σκέπης σου, παρθένε, ανυμνούμεν τας χάριτας…

Χαιρόμαστε τη Δημοκρατία μας. Χαιρόμαστε την Ειρήνη, την τροφοδότρα μάνα του πολιτισμού. Πιστοί στα νάματα του Εσταυρωμένου συγχωρούμε. Συγχωρούμε, αλλά δεν ξεχνούμε. Η συγχώρηση είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ανθρώπων που σκοπός τους είναι η προσφορά. Η θύμιση είναι χρέος. Θυμόμαστε λοιπόν και προχωρούμε. Δίνομε το χέρι και αγκαλιαζόμαστε. Ξεχνούμε όσα μας χωρίζουν. Δίδομε τα χέρια σ’ όσα μας ενώνουν γιατί θέλομε να ζήσομε σ’ έναν κόσμο, που να ανήκει σε όλους μας. Και σε μαύρους και σε άσπρους και σε κόκκινους και σε κίτρινους. Να’ χουν θέση όλοι. Μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί. Ισότητα, αδελφότητα, δικαιοσύνη.

Κι από τη θέση αυτή, όλοι εμείς ενωμένοι, αδελφωμένοι, ας στείλομε μήνυμα στους δυνατούς. Όχι άλλος πόνος. Όχι άλλα δάκρυα. Όχι θάνατοι και καταστροφές. Όχι πολέμους. Φτάνει πια..Φτάνει πια γιατί τα όνειρα είναι κοινά, οι ελπίδες κοινές, το αύριο ανήκει σ’ όλους μας. Κοινός λοιπόν κι ο αγώνας για ένα καλύτερο αύριο και το σύνθημα: Ε Μ Π Ρ Ο Σ Ζήτω η Ελλάδα μας. Αιωνία η μνήμη των πεσόντων Μαχητών του’ 40.

Αναγνωστάκης Ιωάννης

Διδάσκαλος