Ζαχαρίας Δημ. Καλοχριστιανάκη συντ/χος εκπ/κός-συγγραφέας
Επιμνημόσυνος λόγος στον Πρινιά Μονοφατσίου (4 Αυγ. 2019) για τα θύματα της Γερμανικής κατοχής
Σεβασμιότατε, κ. Δήμαρχε, αρχόντισσες και άρχοντες, φίλες και φίλοι !
Ο θάνατος είναι ένας για τους νεκρούς. Οι συνθήκες όμως κάτω από τις οποίες αυτός συμβαίνει, πολλές φορές, βασανίζει τους ζωντανούς. Είναι διαφορετικά τα αισθήματα και η παρηγοριά των ζωντανών, για την απώλεια των αγαπημένων τους προσώπων, όταν αυτή επέρχεται ως αποτέλεσμα μακρόχρονης ασθένειας, γηρατειών, ατυχήματος, ή για την υπεράσπιση της πατρίδας. Οι άνθρωποι αυτοί, που σήμερα τιμούμε τη μνήμη τους, έφυγαν αδικαιολόγητα από τη ζωή κι αυτό είναι το παράπονο των δικών τους. Υπήρξαν θύματα των παράπλευρων συνεπειών ενός βάρβαρου κατακτητικού πολέμου. Οι Γερμανοί κατακτητές αδιαφορώντας για την αξία της ανθρώπινης ζωής, με συνοπτικές διαδικασίες, σκορπούσαν, ακόμη κι όταν όλα τα σημάδια έδειχναν την ήττα και το τέλος του βάρβαρου πολέμου τους, αδιακρίτως το θάνατο «επί δικαίων και αδίκων», μεταχειριζόμενοι τους ανθρώπους ως σφάγια. Εμείς οι μεγαλύτεροι, μεταξύ αυτών και ο ομιλών, βιώσαμε από την τρυφερή μας ακόμη παιδική ηλικία την εκδικητική Γερμανική μανία και τη σκληρόκαρδη συμπεριφορά τους. Ως παιδιά πεινασμένα περιτριγυρίζαμε στο καζάνι του Γερμανικού συσσιτίου, ελπίζοντας να μας δώσουν κάτι από το περίσσευμά τους. Αντί αυτού προτιμούσαν, αν και κάποιοι από αυτούς είχαν δικά τους παιδιά, να το πετούν στα σκουπίδια και στα σκυλιά τους παρά να μας το δίνουν. Οι εικόνες των χηρών, των καμένων χωριών της Βιάννου, με τα ορφανά στο χέρι και το δισάκι στον ώμο, ζητιανεύοντας στα καμποχώρια της Μεσαράς ένα κομμάτι ψωμί, για να μην πεθάνουν από την πείνα, είναι βαθιά και ανεξίτηλα χαραγμένες στην ψυχή μας. Ο τρόπος με τον οποίο εκτελέστηκαν αυτοί εδώ οι άνθρωποι υπερβαίνει και την πιο βάρβαρη θηριωδία. Η Γερμανική βαρβαρότητα εκτός ορίων.
Οι εκτελεστές δεν αρκέστηκαν στη διαπίστωση του θανάτου, αλλά, και μετά από αυτήν, άδειασαν τα όπλα τους στα κεφάλια των ήδη νεκρών. Φαίνεται ότι η ηδονή του θανάτου ευχαριστούσε τη βάρβαρη ψυχή τους και ισχυροποιούσε την υποτιθέμενη ταραγμένη υπεροχή τους.
Η παρ’ ολίγον τραγωδία των 33 ατόμων, κατά τη συγκέντρωση στην πλατεία του χωριού στον Πύργο, οι τάφοι των οποίων είχαν ανοιχτεί με αγγαρεία από τους Γερμανούς των ίδιων, στις 17 Αυγούστου 1944, 13 ημέρες μετά την εκτέλεση των σημερινών τιμώμενων νεκρών και λίγες ημέρες πριν την οριστική αποχώρησή τους από το νησί, δείχνει την απέλπιδα προσπάθειά των κατακτητών να κρατηθούν εσαεί στην Κρήτη. Ο ομιλών, παιδί 6 ετών, βίωσε την αγωνία το θρήνο και το κλάμα των γυναικών για την επικείμενη εκτέλεση. Η προειδοποίηση του Συμμαχικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής ότι οι σύμμαχοι θα εκτελέσουν τους Γερμανούς, που κρατούσαν αιχμαλώτους, απέτρεψε την εκτέλεση.
Οι τιμώμενοι νεκροί, νέοι, έντιμοι και ήσυχοι ξωμάχοι, άφησαν πίσω τους συντρίμμια. Απαρηγόρητους γονείς, χαροκαμένες μανάδες, χήρες και ορφανά. Εκείνοι που βίωσαν αυτή τη συμφορά ξέρουν αν την ξεπέρασαν και πώς. Μόνο η χήρα του Μανώλη με τα εφτά ορφανά, ξέρει πώς κατάφερε να αναστήσει τα παιδιά της σε μια εποχή, που η διαχείριση της φτώχειας δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Αποδέχτηκε τη μοίρα της, οπλίστηκε με θάρρος και δύναμη, υπέμεινε καρτερικά τα δεινά της χηρείας, δεν περιέφερε τη φτώχια της για λύπηση, δεν έφτιαξε, όπως θα λέγανε οι σημερινές νέες, τη ζωή της, αφοσιώθηκε στα παιδιά της, τίμησε τη μνήμη του άνδρα της και με αξιοπρέπεια και απαραβίαστες αξιακές αρχές τα παρέδωσε έντιμα στην κοινωνία, ως άξια ελληνίδα και κρητικιά ηρωίδα, αποχαιρετώντας τη ζωή στο βαθύτατο γήρας των 103 ετών. Η λαϊκή Μούσα, που ως σήμερα παραμένει βαθιά χαραγμένη στα χείλη των συγχωριανών, συνταιριασμένη με το χωροχρόνο και το περιβάλλον, θρηνωδούσα, ιστόρησε και απαθανάτισε, όπως ακούσατε, το τραγικό συμβάν. Δεν θα αναφερθώ στην εξιστόρηση των γεγονότων, τα οποία είναι εν πολλοίς γνωστά και τα οποία αναφέρθηκαν πριν από εμένα.
Η πρωτοβουλία σας αγαπητοί φίλοι, κοντινοί και μακρινοί απόγονοι των θυμάτων, αγαπητέ φίλε Ζαχαρία Κουμιανάκη, που ως προσκεκλημένος σου απευθύνω τον επιμνημόσυνο αυτό χαιρετισμό, σας τιμά ιδιαιτέρως, διότι η επίκληση της μνημοσύνης των τιμημένων τιμά αυτούς που την επικαλούνται και… «αγαθοίς ανδράσι μείζων και μετά την τελευτήν έπαινος». Οι ψυχές του Μανώλη, του Ηρακλή, του Μανούσου, του Νικόλα αγκαλιασμένες στο κοινοτάφιο, και όλων των πριν και μετά από αυτούς υπέρ πατρίδος πεσόντων, υπερίπτανται του χώρου της εκκλησίας και αγάλλονται γιατί δεν τους ξεχάσατε. Επικαλούμενος τον επιτάφιο λόγο του Περικλή θα πω και τούτο. Οι γονείς, τα παιδιά και τα αδέρφια των νεκρών πρέπει να παρηγορήθηκαν με τον τιμητικό θάνατο των νεκρών τους, ενώ οι χήρες φάνηκαν αντάξιες της γυναικείας φύσης.
Δυστυχώς, αγαπητοί συμπροσευχόμενοι, για την ανάπαυση των ψυχών όλων των θυμάτων «πόλεμος πάντων πατήρ». Ο πόλεμος μόνο δεινά επιφέρει. Εκτός από τους απελευθερωτικούς εθνικούς αγώνες δεν υπάρχουν καλοί και κακοί πόλεμοι. Και να ευχηθούμε και να προσευχηθούμε, με την ευκαιρία της σημερινής επιμνημόσυνης τελετής, η σημερινή γενιά, που δεν έζησε με πολέμους, να αφήσει την ίδια κληρονομιά στην επόμενη.
Η μνήμη των νεκρών ας είναι αιώνια και ποτέ πια πόλεμος.